Παραδοσιακά παιχνίδια


 

Παιχνίδια της παλιάς γειτονιάς

 

 
Σας έχει τύχει ποτέ, οι σκέψεις και οι αναμνήσεις του μυαλού να ξεπηδούν σε φόντο ασπρόμαυρο, λες και βγήκαν από παλιά ελληνική ταινία; Λες και ξεφυλλίζεις ένα παλιό φωτογραφικό άλμπουμ που σε ταξιδεύει σε εποχές περασμένες, όταν όλα ήταν τόσο διαφορετικά, αθώα, παιδικά. Μια μετά την άλλη οι εικόνες ξετυλίγονται και πλέκουν ένα πολύχρωμο κουβάρι…

 
Τι θα ήταν τα παιδιά χωρίς παιχνίδι; Τι θα είχαμε και όλοι εμείς να θυμόμαστε από τη παιδική μας ηλικία; Το παιχνίδι είναι μία φυσική, ζωτική ανάγκη για κάθε παιδί. Σε όλη την πορεία του ανθρώπινου είδους, αναπτύχθηκαν μέσα από αυτό χιλιάδες παιδιά, πνευματικά, σωματικά, ηθικά και κοινωνικά.

 
Στην Ελλάδα το παιχνίδι βοήθησε τα παιδιά του λαού μας να ξεπεράσουν αντίξοες κοινωνικές συνθήκες, στερήσεις, φτώχια, πολέμους. Κάθε παιχνίδι εξέφραζε την εποχή και την κοινωνία που το δημιούργησε, παραλλασσόταν από γενιά σε γενιά και ξεπέρασε τα σύνορα των κρατών, καλλιεργώντας τις αξίες της συμμετοχής και του σεβασμού σε κανόνες και όρους απλούς, ξεκάθαρους, τίμιους.

 
Βόλοι, πατίνι, σβούρα, μπάλα, κουτσό και σχοινάκι παρουσιάζονται στην Αναμνηστική Σειρά "Παιχνίδια της παλιάς γειτονιάς", που σχεδίασε η Ανθούλα Λύγκα και κυκλοφορεί από τις 18 Απριλίου 2012, αποτυπώνοντας έξι από τα παραδοσιακά παιχνίδια της παλιάς εποχής στα γραμματόσημα του σήμερα.

 
 
 
 
 

 



 
Πριν χρόνια τα παιχνίδια ήταν η αιτία να μαζεύονται τα παιδιά στις αλάνες γεμίζοντας τις γειτονιές με φωνούλες μέχρι αργά το βράδυ.
Η ευρηματικότητα, η κίνηση, η φαντασία, το γέλιο ήταν οι βασικοί κανόνες των παιχνιδιών.
Τα παιχνίδια αυτά σήμερα, άρχισαν να επιστρέφουν, κι όλο και περισσότερα παιδιά θέλουν να μάθουν να παίζουν με τα παιχνίδια που έπαιζαν οι γονείς τους.
Έτσι για να θυμούνται οι παλιότεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι δίνουμε τους κανόνες από μερικά παιχνίδια.
Τα μεταφέρουμε από μία συλλογή της γνωστής εταιρίας  έκδοσης Ιουνίου 1995 προς όλα τα παιδιά: τα σημερινά, τα αυριανά, αλλά και σ΄ όλες και όλους που ήταν κάποτε παιδιά….













 

Μπερλίνα: Παιχνίδι από 4 παίκτες και πάνω. Ένα παιδί κάνει την Μπερλίνα. Σ’ ένα άλλο παιδί λένε μυστικά (στ’ αυτί) τα υπόλοιπα παιδιά κάτι καλό ή κακό για το παιδί που κάνει την Μπερλίνα. Η Μπερλίνα κάθεται στην μέση και τα άλλα παιδιά γύρω. Αυτό το παιδί ακούει τα μυστικά των άλλων παιδιών τα λέει δυνατά στην Μπερλίνα χωρίς να αποκαλύπτει ποιος του το είπε. Η Μπερλίνα πρέπει να βρει ποιος έκανε το κάθε χαρακτηρισμό για αυτήν για να κερδίσει. Μετά Μπερλίνα θα γίνει ο πρώτος που θα βρει. ‘Αμα δεν βρει κανένα συνεχίζει την Μπερλίνα. Αυτό το παιχνίδι είναι ενδιαφέρον γιατί μπορείς να πεις την γνώμη σου χωρίς να πειράξεις τον άλλον.

Το Μπιζζζ: Μαζεύονται τα παιδιά και αποφασίζουν ποιος θα τα “φυλάει”. Αυτός λοιπόν κάθεται σ’ ένα σκαμνί ή στέκει σκυφτός και βάζει το δεξί του χέρι κάτω από την αριστερή του μασχάλη, κρατώντας την παλάμη ανοιχτή προς τα επάνω, ενώ με το αριστερό του χέρι κρατάει κλειστά τα μάτια του. Οι άλλοι παίκτες στέκονται προς τ’ αριστερά του και ένας απ’ αυτούς τον πλησιάζει, του χτυπάει την ανοιχτή παλάμη και ύστερα απομακρύνεται μαζί με τους άλλους. Όλοι χοροπηδούν γύρω του και στρυφογυρίζουν το δάχτυλο τους φωνάζοντας “Μπιζζ!” όπως κάνει η μέλισσα. Αυτός που τα φυλάει πρέπει να μαντέψει ποιος τον χτύπησε. Αν τον ανακαλύψει, τότε αυτός παίρνει τη θέση του αλλιώς το παιχνίδι συνεχίζεται κατά τον ίδιο τρόπο.

Όπλα: Χρειάζεται: Ξύλα που είναι βολικά να τα κρατήσεις και να μπορείς να τρέξεις. ΄Ενα μέρος, ας πούμε δάσος ή ένα μεγάλο σπίτι με πολλές γωνίες. Παίζεται με 4 ή και περισσότερα παιδιά. Τα παιδιά χωρίζονται σε δύο έως τέσσερις ομάδες (με διαφορετικά χρώματα μπλούζας για κάθε ομάδα). Στην αρχή μια ομάδα μετράει μέχρι το 10 και οι άλλες φεύγουν στο στρατοπεδό τους. Το στρατόπεδο η κάθε ομάδα το έχει ορίσει κρυφά από τις άλλες ομάδες. Σκοπός είναι να σκοτώσεις κάποιον από την αντίπαλη ομάδα ή να πάρεις κάποιον όμηρο.

Πώς γίνεται αυτό: Για να σκοτώσεις κάποιον στοχεύεις με το ξύλο και κάνεις τον ήχο του πυροβόλου. Κανονικά ο άλλος πρέπει να πέσει κάτω και να κλείσει τα μάτια του για 10 δευτερόλεπτα. Βέβαια, αν ο άλλος δεν το ακούσει πρέπει να του πεις ότι τον “σκότωσες”. Για να πιάσεις όμηρο πρέπει να πας από πίσω του και να του πεις “ακίνητος”. Αυτός δεν έχει το δικαίωμα να φύγει εκτός εάν κάποιος από την δικιά του ομάδα σκοτώσει αυτόν που τον πήρε όμηρο. Το παιχνίδι αυτό μπορεί να μην τελειώσει ποτέ!!!

Η ουρά του Γαϊδάρου: Παίζουν παιδιά από 6 χρονών και πάνω. Χρειάζονται τουλάχιστον 2 παίκτες, ένα χαρτί, ένα μαντήλι και ένα μολύβι. Σχεδιάζω πρώτα σε ένα χαρτί έναν γάϊδαρο χωρίς ουρά. ΄Ενα παιδί κλείνει τα μάτια του με ένα μαντίλι. Παίρνει το μολύβι και προσπαθεί να φτιάξει την ουρά. Ανοίγει τα μάτια και βλέπει πού έφτιαξε την ουρά. Μετά ένα άλλο παιδί αρχίζει την ίδια διαδικασία. Το παιχνίδι τελειώνει όταν προσπαθήσουν όλα τα παιδιά και νικητής είναι αυτός που έχει φτιάξει την ουρά στον κοντινότερο σημείο.

Πεντόβολα: Παραδοσιακό παιχνίδι δεξιοτεχνίας που παίζεται από δύο και περισσότερους παίχτες. Το παιχνίδι αυτό παίζεται με πέντε βόλους ή πέτρες (πεντό-βολα), σε διάφορα μέρη. Στην αρχή παίρνεις έναν βόλο ή πέτρα, τον πετάς στον αέρα, παίρνεις έναν βόλο από κάτω και πιάνεις και τον βόλο που είχες πετάξει στον αέρα πριν πέσει κάτω. Μετά αυτούς τους δύο που κρατάς, τους πετάς στον αέρα, παίρνεις έναν από κάτω και πιάνεις και τους άλλους δύο που είχες πετάξει στον αέρα. ‘Ετσι συνεχίζεις ως τον πέμπτο βόλο. Στην συνέχεια υπάρχουν άλλοι πέντε γύροι με διαφορετικό όνομα ο καθένας. Τα πεντόβολα λέγονται και αλλιώς : πεντάλιθα, πεντεγούλια, αλεκαφίδες και πετράδια.

Περνά, περνά η μέλισσα: Αυτό το παιχνίδι είναι ένα παλιό και παραδοσιακό παιχνίδι. Συγκεντρώνονται τουλάχιστον έξι παιδιά και δύο χτυπούν παλαμάκια και τραγουδούν. Τα υπόλοιπα παιρνούν κάτω απ’ τα χέρια τους και όποιον πιάσουν το βάζουν και επιλέγει με ποιοανού το μέρος θα πάει. Τελικά όταν μαζευτούν όλα τα παιδιά τραβάνε τους άλλους και όποιοι δεν πέσουν κάτω είναι οι νικητές. Αυτό το παιχνίδι το παίζουν πολλά παιδιά (6-7 χρονών), από όλο τον κόσμο. Εμένα αυτό το παιχνίδι μου άρεσε και το θεωρούσα διασκεδαστικό όταν ήμουν μικρή. Τώρα έχω μαθήματα και δεν έχω χρόνο να παίζω παραδοσιακά παιχνίδια. Όμως αυτά τα παιχνίδια είναι πολύ ωραία!!!

Πετάει-Πετάει: Το πετάει-πετάει είναι ένα παιχνίδι που το παίζουν σε όλη την Ελλάδα. Παίζουν δύο παίχτες. Ο ένας λέει κουνώντας τα δακτυλά του πάνω κάτω: πετάει πετάει και προσθέτει μετά από αυτό το όνομα ενός πράγματος. Αν αυτό το πράγμα πετάει τότε πρέπει να έχουν και οι δύο το δακτυλό τους πάνω. Αν αυτός που κούναγε απλώς το δακτυλό του το έχει κάτω τότε χάνει και λέει αυτός το πετάει πετάει.

Πήδημα προς τα πίσω: Τα παιδιά στήνονται πίσω από ένα ρυάκι ή ένα ποτάμι. Μετά πηδάνε προς τα πίσω και όποιος δεν πέσει στο νερό είναι ο νικητής και οι άλλοι έχουν χάσει.

 

 

Πουν’ το το δαχτυλίδι: Στήνονται τα παιδιά σε σειρά. Κάποιο από τα παιδιά κρύβει στα χέρια του ένα δαχτυλίδι, ψεύτικο ή αληθινό. Έπειτα προσπαθεί να αφήσει στα χέρια κάποιου από τα παιδιά που είναι στη σειρά το δαχτυλίδι, λέγοντας το τραγουδάκι:
Πουν’ το, πουν’ το
το δαχτυλίδι,
ψάξε, ψάξε
δεν θα το βρεις!

δεν θα το βρεις,
δεν θα το βρεις,
το δαχτυλίδι που ζητείς.

Το κάθενα από τα παιδιά έχει μια ευκαιρία να μαντέψει ποιος έχει το δαχτυλίδι. Όποιος μαντέψει σωστά παίρνει το δαχτυλίδι και το ρίχνει στο επόμενο παιδί. Το παιχνίδι συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο.

 

 

Σβούρα: Παιχνίδι για 2-3 άτομα. Κανόνες: Σχεδιάζουμε έναν μεγάλο κύκλο και γύρω απ’ το κέντρο του, βάζουμε όσες σβούρες χωράει. Ύστερα καθόμαστε έξω απ’ τον κύκλο και κρατόντας μια σβούρα στο χέρι μας, προσπαθούμε να την χτυπήσουμε στο κέντρο του κύκλου και να διώξουμε όλες τις υπόλοιπες μακριά. Απ’ έξω απ’ τον κύκλο. Προσοχή! Η σβούρα που θα κρατάμε στο χέρι μας πρέπει να είναι δεμένη μ’ ένα σκοινί απ΄την μύτη (κάτω-κάτω) έως την λαβή (πάνω-πάνω), ώστε να γυρνάει γύρω-γύρω πιο εύκολα. Οι σβούρες που βγάζουμε έξω απ’ τον κύκλο γίνονται δικές μας. Για διευκόλυνση του παιχνιδιού, οι παίχτες πρέπει να παίζουν με σειρά ένας-ένας ξεχωριστά ώστε να φαίνονται οι σβούρες που το κάθε παιδί βγάζει έξω απ’ τον κύκλο.

Στραβός καλόγερος: Το παιχνίδι αυτό παίζεται με πολλά παιδιά. Βγάζουνε με έναν κλήρο ποιό παιδί θα κάνει το στραβό καλόγερο. Του κρύβουν τα μάτια με ένα σκούρο μαντήλι και του δίνουν ένα καλάμι. Αυτός γυρνάει γύρω γύρω και σχηματίζει ένα κύκλο με το καλάμι και λέει:
Στραβός καλόγερος
στέκει ολομόναχος
και όποιον βαρέσει
κρίμα δεν έχει

Τότε τα παιδιά τρέχουν κοντά του και τον πειράζουν. Αν πετύχει κανέναν με το μπαστούνι γίνεται αυτός ο στραβός καλόγερος.

 

 

Το τσιλίκι: Το τσιλίκι παίζεται με δύο ή περισσότερα παιδιά. Για να παιχτεί το παιχνίδι χρειάζονται δύο ξύλινες βέργες, μια μακριά 60-70 εκ. περίπου (τσιλίκα) και μια μικρή 10-20 εκ. περίπου (τσιλίκι), που είναι ξυσμένο όπως το μολύβι μας στις δυο άκρες του. Τα παιδιά βάζουν σημάδι ρίχνοντας πέτρες και όποιος το πλησιάσει περισσότερο αρχίζει πρώτος. Αυτός λοιπόν βάζει πάνω από μια μικρή σκαμμένη εσοχή στο έδαφος το τσιλίκι, παράλληλα προς το έδαφος, κι έχοντας τα άλλα παιδιά απένταντι του, ρίχνει με την τσιλίκα το τσιλίκι, όσο πιο μακριά μπορεί, προσέχοντας όμως να μην το πιάσουν τα άλλα παιδιά.

Αν το πιάσει ένα απ’ τα παιδιά, τότε πηγαίνει αυτό το παιδί να ρίξει το τσιλίκι και εκείνος που το έριξε πριν, αλλάζει θέση και πηγαίνει απέναντι με τα άλλα παιδιά. Αν δεν το πιάσει κανείς, τότε κάποιος απ’ τους απέναντι ρίχνει το τσιλίκι για να χτυπήσει την τσιλίκα, που την τοποθετεί εκείνος που έριξε το τσιλίκι οριζόντια στο έδαφος και αν τη χτυπήσει αυτός παίρνει τη θέση αυτού που έριχνε και αλλάζουν θέσεις.

Αν δε χτυπήσουν τη τσιλίκα, τότε ο κύριος παίχτης βάζοντας το τσιλίκι σε ένα σημείο κοντά στην εσοχή, χτυπάει το τσιλίκι με τη τσιλίκα του σε μία άκρη του και αυτό ανασηκώνεται ψηλά. Κατόπιν ο παίχτης αν το χτυπήσει μία φορά δυνατά τότε μετράει την απόσταση από το μέρος που το ‘ριξε μέχρι το σημείο που έπεσε με τη τσιλίκα του και όποιο νούμερο βρει, αυτό είναι οι πόντοι που κέρδισε.

Επίσης αν πριν χτυπήσει το τσιλίκι του για να το στείλει μακριά, το χτυπήσει άλλη μια φορά (συνολικά 2) τότε τους πόντους, τους μετράει με το τσιλίκι και όχι με την τσιλίκα. Και αν το χτυπήσει 2 φορές (συνολικά 3), τότε οι πόντοι μετράνε με το διπλάσιο νούμερο που βρίσκεται μετρώντας την απόσταση με το τσιλίκι κ.ο.κ.

 

 

Τυφλόμυγα: Η τυφλόμυγα παίζεται από δύο παιδιά και πάνω. Στην αρχή όλοι τραβάνε έναν κλήρο για να δούνε ποιος θα τα φυλάει. Αυτός κλείνει τα μάτια του με ένα μαντήλι . Την ώρα που τα έχει κλειστά τα παιδιά ανακατεύονται. ΄Οποιο παιδί πιάσει πρέπει να βρει πως το λένε δηλαδή ποιο είναι. Αν το αναγνωρίσει τότε αυτό το παιδί κάνει τη τυφλόμυγα. Και έτσι αυτό συνεχίζεται.

Χαλασμένο τηλέφωνο: Το χαλασμένο τηλέφωνο αποτελείται από μια ομάδα παιδιών που πρέπει να είναι πάνω από δύο. Τότε ο πρώτος από τη σειρά λέει γρήγορα μια δύσκολη λέξη στον διπλανό του. Μετά αυτός τη λέει στο αυτί του άλλου παιδιού κ.λ.π. Ο τελευταίος θα πει τη λέξη δυνατά και αν τη πει σωστά το πρώτο παιδί έχει κερδίσει.

Αλάτι χονδρό-Αλάτι ψιλό: Το παιχνίδι αυτό παίζεται από πολλά παιδιά που συγκεντρώνονται και βγάζουν με κλήρο τη “μάνα”. ΄Υστερα κάνουν όλα μαζί ένα κύκλο και κάθονται κάτω σταυροπόδι με τα χέρια πίσω, με τις παλάμες ανοιχτές.
Η μάνα στέκεται έξω από τον κύκλο και βαστάει ένα μαντήλι. Κάνει μια βόλτα γύρω από τον κύκλο τραγουδώντας:

Αλάτι ψιλό, αλάτι χονδρό,
έχασα τη μάνα μου και πάω να τη βρω
παπούτσια δεν μου πήρε να πάω στο χορό

Την ώρα που τραγουδάει γύρω από τον κύκλο, πετάει το μαντίλι πίσω από ένα παιδί και συνεχίζει μέχρι να καταλάβουν ότι δεν κρατάει πια το μαντήλι. Το παιδί που πήρε το μαντήλι σηκώνεται και αρχίζει να κυνηγάει τη μάνα. ΄Οταν την πιάσει η μάνα κάθεται στη θέση του μαζί με τα άλλα παιδιά.  Το παιδί που πήρε το μαντήλι γίνεται μάνα και αρχίζει να κυνηγάει. Το παιχνίδι συνεχίζεται έτσι μέχρι να το βαρεθούν.

ΑμπάριζαAbariza: Σ’ αυτό το παιχνίδι, τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ομάδες. Κάθε ομάδα έχει ένα σημείο εκκίνησης, συνήθως κολόνα ή δέντρο. Στην αρχή ένα παιδί από τη μια ομάδα (δεν έχει σημασία ποια), “παίρνει αμπάριζα και βγαίνει” για να προκαλέσει τους παίχτες της άλλης ομάδας να τον κυνηγήσουν. Τότε κάποιος απ’ την αντίπαλη ομάδα “παίρνει αμπάριζα και βγαίνει” και τον κυνηγάει. ‘Ετσι βγαίνουν και τ’ άλλα παιδιά κυνηγούν. Κάθε παιδί έχει το δικαίωμα να κυνηγήσει τα παιδιά που έχουν βγει πριν απ’ αυτόν, αλλά όχι τα παιδιά που έχουν βγει μετά. Επίσης κάθε παίχτης μπορεί να γυρίσει στην κολόνα του και να βγει όσες φορές θέλει. ‘Οταν κάποιο παιδί πιάσει ένα παίχτη της αντίπαλης ομάδας, τον πάει στη φυλακή, που είναι συνήθως κοντά στην κολόνα του. Οι παίχτες της ομάδας του παιδιού που είναι φυλακισμένο, πρέπει να το ακουμπήσουν για να ελευθερωθεί. Σκοπός του παιχνιδιού είναι ν’ ακουμπήσει ένας παίχτης την κολόνα της αντίπαλης ομάδας.

Βαρελάκια: Το παιχνίδι είναι απλό. Χρειάζεται όμως το πολύ 5 παίχτες. Οι 4 παίχτες σκύβουν στη σειρά αλλά ο ένας αραιά από τον άλλον. Ο 5ος πηδάει από πάνω τους βάζοντας τα χέρια του στην πλάτη του μπροστινού του, μετά ανοίγει τα πόδια του και περνάει από πάνω. Όταν πηδήξει πάνω από όλους τον έναν μετά τον άλλον, ο τελευταίος πηδάει πάνω απ’ τους άλλους. Χάνει αυτός που θα χάσει την ισορροπία του.

Ο Βασιλιάς: Τα παιδιά “τα βγάζουν” κι ένας τους γίνεται βασιλιάς. Ο βασιλιάς κάθεται κάπου, ενώ οι άλλοι απομακρύνονται για να διαλέξουν ποιο επάγγελμα θα παραστήσουν και με ποιες κινήσεις. Όταν τελειώσουν επισκέπτονται τον βασιλιά και ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος:
- Βασιλιά, βασιλιά με τα 12 σπαθιά, τι δουλειά;
- Τεμπελιά!
- Και τα ρέστα;
- Παγωτά.

- Είπε η γιαγιά να μας κάνεις μια δουλειά.
- Τι δουλειά;

Τότε τα παιδιά κάνουν τις κινήσεις του επαγγέλματος που διαλέξανε. Αν ο βασιλιάς το καταλάβει, το φωνάζει και κυνηγάει να πιάσει ένα παιδί που γίνεται βασιλιάς. Αν δεν το καταλάβει, ξανακάθεται και τα παιδιά μιμούνται κάτι άλλο.

Βόλοι : Ένα παιχνίδι που χάθηκε, είναι και οι βόλοι. Ήταν φτιαγμένοι από πηλό και βαμμένοι σε ζωηρά χρώματα. Ας δούμε δυο πολύ δημοφιλή παιχνίδια με βόλους:

ΤΡΙΓΩΝΑΚΙ: Χαράζουμε στο χώμα ένα τρίγωνο και μέσα σ’ αυτό ο κάθε παίχτης βάζει δυο-τρεις από τους βόλους του. Σε μια απόσταση 4-5 μέτρων στήνεται μια πέτρα, ο μπάστακας. Τα παιδιά ρίχνουν τους βόλους τους προς τον μπάστακα και όποιος φτάσει πιο κοντά παίζει πρώτος. Ο παίχτης ρίχνει με τον αντίχειρα το βόλο του στο τριγωνάκι με σκοπό να χτυπήσει έναν από αυτούς που ήταν μέσα και να τον βγάλει έξω, οπότε και τον κερδίζει. Εάν κάποια στιγμή χάσει και ο βόλος του μείνει μέσα στο τρίγωνο, ο αμέσως επόμενος παίχτης χτυπώντας το βόλο κερδίζει όλους όσους είχε μαζέψει ο προηγούμενος ως τώρα.

ΜΠΑΖ: Η διαδικασία με τον μπάστακα είναι η ίδια, αυτή τη φορά όμως οι βόλοι στήνονται σε ευθεία γραμμή ο ένας δίπλα στον άλλο. Ο πρώτος στη σειρά λέγεται μάνα και ο δεύτερος παραμάνα. Αν χτυπήσεις κάποιον από τους δύο αυτούς βόλους, παίρνεις όλους όσους είναι στη σειρά μετά από αυτούς.

Κάθομαι δεν κάθομαι : Αυτό το παιχνίδι παίζεται από κορίτσια που είναι από 8 έως 10 ετών. Με λαχνό βρίσκεται το κορίτσι που θα τα φυλάει. Τα υπόλοιπα κορίτσια γυρίζουν από γύρω της και λένε τους παρακάτω στίχους:

Κάθομαι δεν κάθομαι
στη φωλιά μου κάθομαι

Οταν τα παιδιά δούνε το κορίτσι που φύλαγε να πλησιάζει, κάνουν ότι κάθονται. Αν το κορίτσι που τα φυλάει καταφέρει να πιάσει ένα από τα υπόλοιπα παιδιά πριν καθήσει τα φυλάει εκείνο το κορίτσι που έπιασε. Κανένα όμως κορίτσι δεν πρέπει να καθήσει τόσο βαθιά ώστε να ακουμπήσει το έδαφος γιατί βγαίνει από το παιχνίδι και τα κορίτσια τα υπόλοιπα της λένε:

΄Εσπασες τα αβγά σου.

Κλέφτες και αστυνόμoι: Αυτό το παιχνίδι παίζεται με τρεις και περισσότερους παίχτες. Στην αρχή κανονίζεται ποιοι θα είναι οι κλέφτες και ποιοι οι αστυνόμοι. Όταν χωριστούνε, οι κλέφτες απλώνονται. Ο σκοπός των αστυνόμων είναι να πιάσουν όλους τους κλέφτες και να τους βάλουν φυλακή. Όμως οι κλέφτες μπορούν να “ελευθερώσουν” έναν δικό τους αν το ακουμπήσουν. ΄Οταν οι αστυνόμοι πιάσουν όλους του κλέφτες τότε τελειώνει το παιχνίδι και νικητές είναι οι αστυνόμοι.

Είναι ένα πολύ συναρπαστικό παραδοσιακό παιχνίδι. Παίζεται με πολλούς παίχτες σε ένα πλάτωμα. Τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ομάδες. Η μία, η μικρότερη, είναι οι αστυνόμοι. Τα υπόλοιπα παιδιά αποτελούν τους κλέφτες. Το παιχνίδι εξελίσσεται σαν ένα κοινό κυνηγητό ανάμεσα στις δύο ομάδες. οι κλέφτες, όταν θέλουν να ξεκουραστούν, πάνε σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο το οποίο ονομάζεται σπίτι ή λημέρι. Εκεί οι αστυνόμοι δεν μπορούν να τους πιάσουν. ‘Οταν όμως ο αστυνόμος πιάσει τον κλέφτη τον οδηγεί στη φυλακή, η οποία βρίσκεται συνήθως όσο πιο μακριά γίνεται από το σπίτι.

‘Ενας φυλακισμένος παίχτης ελευθερώνεται όταν ένας σύντροφός του του ακουμπήσει το χέρι και φωνάξει “ξελέ”. Σε περίπτωση που οι φυλακισμένοι κλέφτες είναι πολλοί, κάνουν το εξής κόλπο: πιάνουν τα χέρια τους στη σειρά και απλώνονται όσο πιο έξω μπορούν (ένας βρίσκεται “μέσα” στη φυλακή και οι άλλοι, κρατώντας χέρι χέρι, προχωρούν προς το σπίτι). Ο ελεύθερος παίχτης, αγγίζοντας το χέρι ενός φυλακισμένου, ελευθερώνει όλους όσους συμμετέχουν στην αλυσίδα. Φυσικά, απαγορεύεται αυστηρά στους αστυνομικούς να φρουρούν τους φυλακισμένους παίχτες, κανόνας που όποιος παραβεί αποβάλλεται αυτομάτως από το παιχνίδι. Το παιχνίδι τελειώνει όταν όλοι οι κλέφτες φυλακιστούν, και πολλές φορές αυτό δε συμβαίνει ποτέ!

 

 

Η κολοκυθιά: Η κολοκυθιά είναι ένα παραδοσιακό παιχνίδι. Παίζεται και σήμερα με τρεις, αλλά και περισσότερους παίχτες. Το κάθε παιδί παίρνει ένα νούμερο. Μετά το παιδί που έχει το νούμερο (ένα), αρχίζει λέγοντας : ” Στου παππού το περιβόλι, που το αγαπούμε όλοι, είναι μια κολοκυθιά, πλάι-πλάι στη ροδιά. Κάνει πέντε κολοκύθια στρογγυλά, μα την αλήθεια θα τα δώσει ο παππούς μποναμά της αλεπούς. Δυο θα δέσει στην ουρά της κι όλα τα άλλα στα παιδιά της”. ‘Επειτα ρωτάει : ” Ποιος θα πάει στην αλεπού ; ” ” Ποιός θα της πάει τα κολοκύθια ; ” Αργότερα το ίδιο παιδί λέει ” να πάει το …” και το παιδί που έχει αυτό το νούμερο λέει ” γιατί να πάει το …; Να πάει το …” κ.λ.π. ‘Οποιο παιδί απαντήσει χωρίς να είναι το νούμερό του, χάνει και παίρνει παρατσούκλι ή κάνει κάτι που του έχει ορίσει η παρέα.

Το παιχνίδι αυτό παίζεται με 3 παίκτες και πάνω. Κάθε παίκτης έχει από έναν αριθμό. Για παράδειγμα : Ο Γιώργος έχει το 1, η Σοφία το 2, ο Μιχάλης το 3, η Μαρία το 4 και ο Παντελής το 5. Το παιχνίδι αρχίζει. Ο Γιώργος λέει : ‘Εχω μια κολοκυθιά που έχει 3 κολοκύθια. Τότε ο Μιχάλης πρέπει να πει : Και γιατί να έχει 3 κολοκύθια ; Ο Γιώργος ρωτάει : Και πόσο κολοκύθια να έχει ; Ο Μιχάλης του απαντάει : Να έχει 2 κολοκύθια. ‘Ετσι πρέπει να μιλήσει η Σοφία. Αυτό γίνεται ώσπου να μπερδευτεί κάποιος και να πει κάτι άλλο. Τότε τ’ άλλα παιδιά αποφασίζουν τι να κάνει. Για παράδειγμα πρέπει να πει ένα ποίημα. Συχνά ακούμε τη φράση : Μα καλά, την κολοκυθιά θα παίξουμε ; Αυτό το λέμε όταν κάποιοι διαφωνούν και ρίχνει ο ένας στον άλλο την ευθύνη.

Η κρεμάλα: Παίζεται με 2 ή 4 παίχτες. Παρακολουθείται όμως ευχάριστα από πολλούς. Παίρνετε μια κόλλα χαρτί και στη μέση γράφεται την άλφα βήτα. Στο πάνω διάστημα ζωγραφίζουμε μια κρεμάλα. Στο κάτω μέρος γράφουμε την λέξη που θα κρύψουμε από τον αντιπαλό μας. Την λέξη την γράφουμε στον αντίπαλο με παύλες δηλαδή μετράμε τα γράμματά της και το νούμερο που θα βρούμε τόσες παύλες θα βάλουμε. ΄Οταν αρχίσει το παιχνίδι ο αντιπαλός μας λέει ένα γράμμα από την άλφα βήτα. Αν το γράμμα που είπε ανήκει στην κρυμένη λέξη τότε το σημειώνουμε πάνω στις παύλες. Αν το γράμμα που είπε ο αντίπαλος είναι λάθος τότε κρεμάμε το κεφάλι του και διαγράφουμε το γράμμα από την άλφα βήτα. ΄Ετσι συνεχίζεται το παιχνίδι και γίνεται το ίδιο ώσπου να βρει ο αντίπαλος τη λέξη. Αν όμως ο αντίπαλος δεν βρει τη λέξη μέχρι να τελειώσουν τα σημεία του σώματος, χάνει.

Κρυφτό: Σε αυτό το παιχνίδι μπορούν να παίξουν από 3 άτομα και πάνω. Ένα παιδί φυλάει (μετράει έως το 200- 5, 10, 15, 20…). Μόλις τελειώσει αρχίζει να ψάχνει για τα παιδιά. Όταν βρει ένα παιδί λέει “φτου” και το όνομα του παιδιού. Το παιδί μπορεί, όταν αυτός που φυλάει είναι μακριά να πει “φτου” και το όνομα του παιδιού που φυλάει. Το τελευταίο παιδί πρέπει να πει “φτου ξελευθερία” για να ξαναφυλάξει το ίδιο παιδί. ‘Αμα αυτό δεν γίνει, τότε φυλάει το παιδί που “έφτυσε” πρώτο.

Ο μαέστρος: Ένα παιδί κρύβεται όσο τα υπόλοιπα παιδιά ορίζουν ποιος από την ομάδα θα είναι ο “μαέστρος” και ποιο “όργανο” θα παίζουν. Αφού σχηματίσουν ένα κύκλο, έρχεται το παιδί που είχε κρυφτεί και τους παρατηρεί για να βρει το μαέστρο. Όλα τα παιδιά παίζουν το ίδιο όργανο με τον μαέστρο και τραγουδούν: – Ποιoς είναι ο μαέστρος να το μάθεις δεν μπορείς.
- Ποιος είναι ο μαέστρος δεν μπορείς να βρεις!
- Τι κουτός που είσαι, τι κουτός που είσαι.
- Νάτος ο μαέστρος, νάτος ο μαέστρος!

Το παιδί καταλαβαίνει ποιος είναι ο μαέστρος όταν αυτός αλλάξει όργανο. Τότε κρύβεται εκείνος και το παιχνίδι συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο. Αν κάνει λάθος και δε βρει το μαέστρο το παιχνίδι επαναλαμβάνεται αλλάζοντας το μαέστρο και το όργανο.

Το μαντιλάκι: Το μαντιλάκι είναι ένα παιχνίδι που παίζεται με έξι ή παραπάνω παιδιά. Για να παίξεις αυτό το παιχνίδι χρειάζεσαι ένα μαντίλι και μία κιμωλία. Με την κιμωλία σχεδιάζεις έναν κύκλο στη μέση και δύο γραμμές, μία δεξιά και μία αριστερά. Σκοπός του παιχνιδιού είναι να καταφέρεις να πάρεις το μαντίλι από το κέντρο. Τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ομάδες. Κάθε παιδί από την κάθε ομάδα έχει έναν αριθμό. Ο κάθε παίκτης προσπαθεί να πάρει το μαντίλι από το κέντρο χωρίς να τον πιάσει ο αντίπαλός του. Αν τον πιάσει, ο πόντος είναι του αντιπάλου. Αν όμως ο αντίπαλος περάσει τη γραμμή του ο πόντος είναι δικός του. Το παιχνίδι κερδίζει η ομάδα που έχει τους περισσότερους πόντους.

Μάχη με στρατιωτάκια: Κάθε αντίπαλος συγκεντρώνει μια στρατιά από μικρά στρατιωτάκια. Κάθε παίκτης ρίχνει ένα βόλο στην αντίπαλη στρατιά. Όσοι στρατιώτες δεν στηρίζονται σε άλλον είναι νεκροί και βγαίνουν έξω. Όσοι έχουν πέσει πάνω σε άλλον είναι απλώς πληγωμένοι και ξανασηκώνονται. Σκοπός του παιχνιδιού είναι να εξαντληθεί η αντίπαλη στρατιά.

Τα μήλα: Παίζεται σε εξωτερικό χώρο. Δύο παιδιά χωρίζονται και αποτελούν τα “τέρματα”. Χαράζονται δύο γραμμές σε απόσταση δέκα περίπου βήματα η μια από την άλλη. Οι δυο αυτές γραμμές είναι τα τέρματα και πίσω από αυτές τις γραμμές στέκονται οι δυο παίκτες. Αριστερά από τις γραμμές χαράζεται μια άλλη που από πίσω της πηγαίνουν και στέκονται τα υπόλοιπα παιδιά. Με κλήρο ορίζουν ποιός από τα τέρματα θα ρίξει πρώτος την μπάλα για να χτυπήσει ένα από τα παιδιά που βρίσκονται στο κέντρο. Αυτά τα παιδιά πρέπει όλη την ώρα να τρέχουν από την μια άκρη στην άλλη για να μην χτυπηθούν. Αν αυτός που θα ρίξει την μπάλα δεν πετύχει κανένα, τότε βγαίνει και στέκεται πίσω από την αριστερή γραμμή. Με τη σειρά του ρίχνει την μπάλα ο άλλος.

Όταν μείνει μονάχα ένα παιδί στο κέντρο τότε παίζονται τα μήλα, δηλαδή θα χτυπηθούν δώδεκα μπαλιές, έξι από κάθε τέρμα. Πρώτα ρίχνει ο ένας λέγοντας “Ένα μήλο”, έπειτα ο άλλος “Δύο μήλα!” κ.λ.π. Το παιδί που είναι στη μέση τρέχει και κάνει κάθε είδους κινήσεις ώστε να αποφύγει την μπάλα. Αν χτυπηθεί τότε χάνει και το παιχνίδι ξαναρχίζει με νέα τέρματα, αν τα καταφέρει να μην χτυπηθεί έχει το δικαίωμα να ξανακαλέσει όλους του παίκτες και να αρχίσει το παιχνίδι με τα ίδια τέρματα.



ΣΚΑΝΤΑΜΙΑ

Ομαδικό παιχνίδι, κυρίως για κορίτσια

Τα παιδιά ανοίγουν στο χώμα μια τρύπα και παίρνουν 2 κουνες από καϊσια (κουκούτσια από βερίκοκα) ο καθένας. Μετά μπαίνουν όλοι σε μια γραμμή, 4 βήματα μακριά από την τρύπα και προσπαθούν να ρίξουν τις κουνες μέσα. Αν ο εκτός στη σειρά καταφέρει να βάλει την κούνα στην τρύπα, τότε μετρά πόσες κουνες είναι μέσα και αν είναι ζυγός αριθμός, τις παίρνει. Συνεχίζει ο επόμενος κ.ο.κ

 

Ο ΔΡΑΓΑΤΗΣ

Ένα παιδί κάνει τον δραγάτη*

Τα άλλα παιδιά πιάνουν το καθένα από μια γωνία που την κάνουν «Φουλια» τους (φωλιά τους). Αρχίζουν να βγαίνουν σιγά σιγά από τις Φουλιες τους κάνοντας τάχα ότι πανε να κλέψουν φρούτα που όρισαν, και τραγουδάνε:

«τσαμ τσουμ τα σταφύλια (ή οποιαδήποτε άλλο φρούτο) και ο δραγάτης δεν μας πιάνει.» Ο δραγάτης τότε τα κυνηγάει. Αυτά προσπαθούν ναι κρυφτούν στις φουλιες τους , για να μην τα πιάσει. Όταν ο δραγάτης πιάσει κάποιο από τα παιδιά, τότε αλλάζουν ρόλους.

Από την συλλογή Κώστα Λαζαρίδη

(περ. Ηπειρωτική Ελλάδα)

*ο δραγάτης είναι ο αγροφύλακας στην τοπική διάλεκτο

 

Η ΤΥΦΛΟΜΥΓΑ

Τα παιδιά τα βγάζουν για να δούμε ποιο θα γίνει τυφλόμυγα.

Δένουν με πανί τα μάτια του παιδιού που τα φυλάει και τα αλλά γύρω του το πειράζουν και το προκαλούν. Το παιδί – τυφλόμυγα προσπαθεί να πιάσει έναν από τους συμπαίχτες του κι όταν το πετύχει, μαντεύει από το μπόι του, τα ρούχα του και γενικά από τα χαρακτηριστικά του, ποιος είναι. Αν το βρει, αυτό το παιδί γίνεται τυφλόμυγα.

 

ΠΕΡΝΑ – ΠΕΡΝΑ Η ΜΕΛΙΣΣΑ

Δυο παιδιά φτιάχνουν ένα ζευγάρι.

Στέκονται αντικριστά και ενώνουν τα χέρια τους ψηλά σχηματίζοντας μια αψίδα. Αποφασίζουν μεταξύ τους ποιο θα είναι το «χρυσάφι» και ποιο το «ασήμι» (ή μέλι, καρύδια ή ότι άλλο σκεφθούν). Τα υπόλοιπα παιδιά πιάνονται από την μέση, το ένα πίσω από το άλλο, σαν αλυσίδα, κι αρχίζουν να περνούν κάτω από τα χέρια των παιδιών που σχημάτισαν την αψίδα, τραγουδώντας:

«περνά περνά η μέλισσα,

με τα μελισσοπουλα

και με τα παιδόπουλα»

το ζευγάρι των παιδιών κατεβάζει τα χέρια του και κλείνει ανάμεσα τους, το τελευταίο παιδί της γραμμής. Του ψιθυρίζουν:

«θέλεις να πας από το χρυσό ή το ασήμι;»

το παιδί διαλέγει και παει πίσω από το αντίστοιχο παιδί. Το παιχνίδι συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο, ώσπου να διαλέξουν όλα τα παιδιά. Έτσι γίνονται αντικριστές γραμμές που πιάνονται γερά από την μέση. Τότε κάθε ομάδα αρχίζει να τραβά. Όποια καταφέρει να σπάσει την αλυσίδα της αντίπαλης ομάδας, όποια δηλαδή αποδειχθεί πιο δυνατή, αυτή είναι η νικήτρια.

 

ΟΙ ΤΡΥΓΟΝΕΣ

Τα παιδιά χωρίζονται σε δυο ομάδες.

Η πρώτη αποτελείται από τον άρχοντα με το γεράκι του και η δεύτερη από όλα τα άλλα παιδιά, που είναι οι «τρυγόνες». Οι «τρυγόνες» πιασμένες χέρι χέρι στέκονται αντίκρυ στον άρχοντα με το γεράκι του σε απόσταση 8 μέτρων. Ο άρχοντας αρχίζει τραγουδώντας.

«πολλές τρυγόνες έχετε

και εγώ καμία δεν έχω(2)

θα στείλω το γεράκι μου

να αρπάξει μια τρυγόνα(2)»

οι «τρυγόνες» απαντούν τραγουδιστά, κουνώντας απειλητικά πέρα δώθε το ένα πόδι.

«Για στείλε το, για στείλε το

να δεις κλωτσιές που θα φαει(2)»

το γεράκι τότε φεύγει τρέχοντας και με ορμή προσπαθεί να περάσει, σπάζοντας την αλυσίδα των χεριών, που έκαναν οι τρυγόνες. Αν εκείνη σπάσει, τότε το γεράκι φέρνει μια τρυγόνα λάφυρο στον άρχοντα. Αν όχι, το γεράκι αιχμαλωτίζεται και αλλάζει η ομάδα του άρχοντα γεράκι.

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΕ ΤΙΣ ΓΟΥΡΝΕΣ

Όσα είναι τα παιδιά  που παίζουν τόσες γούρνες (λακκούβες) σκάβουν. Σε κάθε παίχτη ανήκει και μια γούρνα. Σε μικρή απόσταση από τις γούρνες, χαράζουν στο χώμα μια γραμμή. Από εκεί ρίχνουν το τόπι, πρέπει να τρέξει ανάμεσα στις γούρνες. Σε όποιου τη γούρνα σταματήσει το τόπι, πρέπει να τρέξει, να το πάρει και να σημαδέψει ένα συμπαίχτη του. Αν δεν τα καταφέρει, τότε ο χτυπημένος από το τόπι παίχτης ρίχνει στην δική του γούρνα ένα πετραδάκι.

Όποιος συμπληρώσει πρώτος δέκα πετραδάκια στην γούρνα του χάνει και πρέπει να μιμηθεί και τη φωνή κάποιου ζώου.

ΤΑ ΤΣΟΥΚΑΛΑΚΙΑ

Τα παιδιά χωρίζονται  σε δυο ομάδες.

Τα πιο μικροκαμωμένα είναι «τα τσουκαλάκια», τα πιο μεγάλα οι «μάνες» τους. Τα «τσουκαλάκια» κάθονται γονατιστά σε κύκλο και πίσω από κάθε «τσουκαλάκι» στέκεται όρθια η «μάνα» του. Με «κουρπανιά» ορίζουν μια «μάνα» που δεν θα έχει «τσουκαλάκι» Αυτή προχωράει σε κύκλο γύρω από τα παιδιά και σταματάει μπροστά σε μια «μάνα», σε όποια θέλει, και ρωτάει:

«το πουλάς το τσουλάκι;»

«ένα έχω δεν το δίνω

μα τον Άγιο Κωνσταντίνο»

απαντά η «μάνα» και αφήνοντας το «τσουκαλάκι» της τρέχει προς τα δεξιά, κάνει το γύρο των γονατισμένων παιδιών και ξαναγυρίζει πίσω στην θέση της. Το ίδιο κάνει και η «μάνα» που δεν έχει «τσουκαλάκι», μόνο που αυτή αρχίζει να  κάνει το γύρω από αριστερά. Όποια από τις δυο «μάνες» προλάβει και αγγίξει πρώτη το «τσουκαλάκι», αυτή γίνεται η «μάνα» του και η άλλη μένει από έξω.

ΣΟΥΡΑΪΜ – ΣΟΥΡΑΪΜ

Τα παιδιά χωρίζονται σε δυο ισάριθμες ομάδες.

Κάθε ομάδα έχει τη «μάνα» της. Οι δυο ομάδες στέκονται η μια απέναντι στην άλλη. Η μάνα δίνει σε κάθε παίχτη της ομάδας της το όνομα της το όνομα ενός δέντρου, π.χ λεει: εσύ είσαι ο πλάτανος, εσύ η κερασιά κ.λ.π. Το ίδιο κάνει και η άλλη μάνα που διαλέγει παιδιά της ονόματα γλυκών ή λουλουδιών κ.λ.π., π.χ. κουραμπιές, σοκολάτα ή τριαντάφυλλο. Μόλις αρχίζει το παιχνίδι, η μάνα της μιας ομάδας πηγαίνει στην αντίθετη ομάδα και αρχίζει να φέρνει γύρω γύρω από τα παιδιά ( που στέκουν σε σειρά) τραγουδώντας: «Σουραϊμ σουραϊμ, μπουλούκια αραϊμ» Μόλις τελειώσει το τραγούδι της σταματά πίσω από ένα παιδί του κλείνει τα μάτια με τις παλάμες κι αμέσως το παιδί αυτό απλώνει μπροστά τα χέρια του με τις παλάμες προς τα πάνω. Η μάνα που του έχει κλεισμένα τα μάτια φωνάζει τότε προς την ομάδα της που βρίσκεται απέναντι: «να΄ρθει, να’ρθει η κερασιά»

Το παιδί που έχει το όνομα κερασιά, πλησιάζει το παιδί που έχει απλωμένα τα χέρια και του τα χτυπάει. Αμέσως μετά, γυρίζει τρέχοντας πίσω και όλα τα παιδιά της ομάδας του κάνοντας στροφή επί τόπου παλαμάκια για να μπερδέψουν τον παίκτη με κλειστά τα μάτια. Το παιδί ανοίγει τώρα τα μάτια και προσπαθεί να μαντέψει ποιο παιδί τον χτύπησε. Δηλαδή ποιο παιδί έχει το όνομα κερασιά. Αν μαντέψει σωστά τότε η ομάδα  του κερδίζει την κερασιά. Αν όχι υποχρεώνεται να παει αυτός στην απέναντι ομάδα.

ΜΕΛΙΣΣΑ – ΜΕΛΙΣΣΑ

Τα παιδιά χωρίζονται σε δυο ομάδες και πιασμένα γέρα από τα χέρια, στέκονται αντικριστά σε μια απόσταση δεκαπέντε – είκοσι μέτρων ανάμερα τους.

-          Η πρώτη ομάδα φωνάζει: «Μέλισσα – Μέλισσα»

-          Η δεύτερη απαντά: «Μέλι γλυκύτατο»

-          Η πρώτη: «Σε ποιον παραγγείλατε;»

-          Η άλλη ζητάει ένα παίχτη πχ: «Στον Κωστή»

Τότε αυτός ο παίχτης τρέχει κατά πάνω τους και πέφτει με δύναμη σε όποιο πιάσιμο χεριών του φαίνεται το πιο αδύναμο. Αν καταφέρει να σπάσει το δεσμό των χεριών, παίρνει ένα παιδί από την ομάδα και το φέρνει στην δικιά του. Αντίθετα αν δεν μπορέσει να σπάσει την ενωση, μένει ο ίδιος με τους άλλους.

ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ

Τα παιδιά κάθονται το ένα πλάι στο άλλο.

Το πρώτο από δεξιά, σκύβει στο αυτί του διπλανού του και του ψιθυρίζει μια λέξη πολυσύλλαβη και δύσκολη ή ασυνήθιστη π.χ. Σκουληκοσκαθαρομυρμηγκοτρυπα, ιχθυοπωροπαντολαχανοπωλειο.

Το παιδί που ακουει την λέξη την λεει όπως την άκουσε και την κατάλαβε στο αυτί του διπλανού του και αυτό στο παραδίπλα, ως το τελευταίο. Το τελευταίο παιδί σηκώνεται και τη φωνάζει δυνατά αλλά συνήθως αυτή η λέξη δεν έχει καμία σχέση με την αρχική.

ΤΑ ΜΗΛΑ

Δυο παιδιά στέκονται αντικριστά, δεκαπέντε – είκοσι μέτρα μακριά το ένα από το άλλο, ενώ στη μέση αυτής της απόστασης συγκεντρώνονται όλα τα υπόλοιπα. Οι δυο παίχτες που στέκονται αντικριστά προσπαθούν με το τόπι να χτυπήσουν κάποιο από τα παιδιά που είναι μέσα, οπότε αυτό καίγεται και βγαίνει από το παιχνίδι.

Αντίθετα το παιδί που θα τα καταφέρει να πιάσει το τόπι, χωρίς να πέσει κάτω, κερδίζει ένα «Μήλο» που θα του επιστρέψει, αν κάποια στιγμή «καεί» να μην βγει, αλλά να παραμένει στο παιχνίδι, ή αν «καεί» κάποιος φίλος του, να του το παραχωρήσει. Όταν απομείνει μόνο ένα παιδί, οι δυο παίχτες με το τόπι μπορούν να κάνουν μονάχα δέκα προσπάθειες να το χτυπήσουν. Αν τους ξεφύγει, ξαναφιλάνε και το παιχνίδι αρχίζει από την αρχή.

Η ΑΛΛΑΓΗ

Όλα τα παιδιά εκτός από αυτό που τα «φιλάει» διαλέγουν από ένα δέντρο, πιάνονται σε κύκλο και χορεύοντας γύρω γύρω φωνάζουν: «πίτουρο ένα, πίτουρο δυο, πίτουρο τρία» κι αμέσως τρέχουν στο δέντρο τους. Σε λίγο, δυο δυο αρχίζουν τις συνεννοήσεις…

Κι όταν κρίνουν τη στιγμή κατάλληλη, φωνάζουν «αλλαγή» κι αλλάζουν μεταξύ τους δέντρα. Το παιδί που τα φυλάει, μόλις ακούσει το παράγγελμα, τρέχει να πιάσει κάποιο δέντρο που έμεινε πρόσκαιρα άδειο. Αν προλάβει, τότε τα φυλάει το παιδί που έμεινε χωρίς δέντρο.

Κερδίζει η ομάδα που θα τους πάρει όλους.

ΠΕΤΑΕΙ ΠΕΤΑΕΙ

Ένα παιδί κάνει τη μανά.

Τα αλλά παιδιά μαζεμένα γύρω από τη μάνα, ακουμπάνε το δείκτη τους στο τραπέζι, στο πεζούλι κλπ.

Η «μάνα» ακουμπάει κι αυτή το δείκτη της και λεει: « Πετάει, πετάει ο αετός;»

Ο αετός πράγματι πετάει, ενώ δεν πρέπει να σηκώσουν το χέρι τους, σε κάτι που δεν πετάει πχ ο Τοτος. Όποιος ξεγελαστεί χάνει και πρέπει να κάνει κάποια αστεία μίμηση που θα του ζητήσει η «μάνα».

Η ΜΠΕΡΛΙΝΑ

Ένα παιδί γίνεται « Μπερλίνα» κι ένα άλλο «ταχυδρόμος».

Η Μπερλίνα κάθεται παράμερα, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά εμπιστεύονται στον ταχυδρόμο τα πειραχτικά μηνύματα τους για την Μπερλίνα. Ο ταχυδρόμος παρουσιάζεται μπροστά της και λεει:

«καλημέρα σου κυρία Μπερλίνα! Πέρασα από το γαϊδουροπαζαρο κι άκουσα πολλά καλά και πολλά κακά για εσάς.»

ο ένας μου είπε:

«αν δεν μοιάζατε με καμινάδα, θα’σασταν καλύτερη…»

και αραδιάζει όλα τα πειράγματα. Η «Μπερλίνα» διαλέγοντας ένα από όλα προσπαθεί να μαντέψει ποιο από όλα τα παιδιά το είπε. Αν το βρει, το παιδί εκείνο παίρνει την θέση της «Μπερλίνας» στον επόμενο γύρο, αλλιώς παραμένει το ίδιο και το παιχνίδι συνεχίζεται.

ΤΟ ΜΑΝΤΗΛΙ

Τα παιδιά χωρίζονται σε δυο ομάδες. και στέκονται αντικριστά με απόσταση περίπου δέκα μέτρων μεταξύ τους. Στην μέση αυτής της απόστασης χαράζουν ένα κύκλο και στο κέντρο του βάζουν ένα μαντήλι. Μόλις  ακούγεται το σύνθημα, βγαίνει  από κάθε ομάδα ένα παιδί που προσπαθεί να αρπάξει το μαντήλι και να γυρίσει πίσω χωρίς να το αγγίξει ο αντίπαλος γιατί αν το ακουμπήσει, το πιάνει αιχμάλωτο. Οι αιχμάλωτοι ελευθερώνονται (ένας – ένας), κάθε φορά που κάποιο παιδί της ομάδας τους παίρνει το μαντήλι. Κερδίζει η ομάδα που θα καταφέρει να αιχμαλωτίσει όλους τους παίχτες της άλλης.

ΚΟΛΟΚΥΘΙΑ

Τα παιδιά κάθονται σε κύκλο

Ένα παιδί είναι η μάνα που μοιράζει στα υπόλοιπα τα νούμερα τους (1,2,3…)

-Η μάνα λεει:

«έχω μια κολοκυθιά που κάνει … κολοκυθιά»

-το παιδί που έχει αυτό τον αριθμό ρωτάει:

«και γιατί να κάνει…;»

-η μάνα του απαντά τότε:

«και πόσα να κάνει;»

-το παιδί τότε λεει ένα άλλο αριθμό:

« να κάνει…κολοκυθιά»

αν αυτός που ακούσει τον αριθμό του, δεν απαντήσει ή απαντήσει λάθος, τότε χάνει και για τιμωρία μιμείται ένα ζώο.

Η ΤΡΙΛΙΖΑ

Η τρίλιζα παίζεται με δυο παίχτες.

Οι παίχτες φτιάχνουν ένα τετράγωνο και γράφουν μέσα σε αυτό 2 κάθετες και 2 οριζόντιες γραμμές, ώστε να γίνουν 9 μικρά τετράγωνα. Παίρνει ο κάθε παίχτης 3 ίδια κουμπιά, που διαφέρουν όμως από του αλλού, και τα τοποθετεί ο καθένας με την σειρά του, σε όποιο τετραγωνάκι  θέλει. Όποιος καταφέρει να βάλει τα κουμπιά του σε μια γραμμή (οριζόντια – κάθετη ή διαγώνια) είναι ο νικητής.

ΟΙ ΠΕΥΚΟΒΕΛΟΝΕΣ

Τα παιδιά παίρνουν βελόνες από τα πεύκα, τις δένουν πολλές μαζί και φτιάχνουν κούκλες. Ντύνουν τις κούκλες τους με χάρτινα ρούχα. Τις βάζουν μέσα σε ένα  σε ένα ταψί που το κουνάνε και οι κούκλες χορεύουν.

ΚΑΤΩ ΚΛΩΤΣΩ

Δυο παιδιά είναι ξυπόλυτα πάνω σε άμμο ή χορτάρι και δίνει ο ένας κλωτσιές στον άλλον, όμως το πόδι δεν χτυπά μπροστά, αλλά προς τα πλάγια. Οποίος ρίξει κάτω τον άλλο είναι νικητής.

ΠΡΩΤΕΛΙΑ

Παίζεται με πολλά παιδιά.

Ένα παιδί σκύβει και βάζει τα χέρια του χαμηλά στα πόδια του και τα υπόλοιπα πηδούν από πάνω του. Μετά σιγά σιγά  το παιδί «ψηλώνει», και τα υπόλοιπα συνεχίζουν να πηδούν από πάνω του. Όποιος πηδήξει πιο ψηλά κάνει αυτό δηλαδή που οι άλλοι δεν μπορούν είναι ο νικητής.

ΦΑΛΑΓΚΡΙΑ

Παίζεται με πολλά  παιδιά, πάνω από 6. τα παιδιά στέκονται μπροστά  σε ένα τοίχο. Το πρώτο σκύβει και στηρίζει τα χέρια του στον τοίχο. Το δεύτερο παιδί παίρνει φόρα πηδά και καβαλικεύει πάνω στο πρώτο. Το τρίτο πάνω στο δεύτερο κ.ο.κ. Αν τα παιδιά που είναι κάτω, τους βαστήξουν όλους, τότε κερδίζουν. Αν όμως πέσουν τότε χάνουν  και αλλάζουν ρόλους.

 

ΚΑΣΤΡΙΑ

Στήνουν πλάκες τη μια πίσω από την άλλη και με άλλες μικρότερες στρογγυλές πέτρες προσπαθούν να τις ρίξουν κάτω. Όποιος ρίξει τις πολλές, είναι ο νικητής. Παίζεται με δυο ή περισσότερα παιδιά.

 

ΤΣΙΛΙΚΙ

Τα παιδιά βάζουν ένα ξύλο με μια προεξοχή, όπως είναι η σκάλα και το χτυπούν με ένα άλλο ξύλο μεγαλύτερο για να παει ψηλά. Την ώρα που το μικρότερο ξύλο είναι στον αέρα, τα αλλά παιδιά προσπαθούν να το ξαναχτυπήσουν, ώστε να μην πέσει κάτω. Όταν πέσει χάνουν. Όποιος το χτυπήσει περισσότερες φορές κερδίζει.

 

ΤΣΙΛΙΚ – ΤΣΟΥΜΑΚ 2

Παίρνει το κάθε παιδί 2 βέργες, μια μεγάλη και μια μικρή.

Τοποθετούν τη μικρή βέργα στην άκρη μιας πέτρας, έτσι ώστε να προεξέχει. Τη χτυπούν δυνατά, με τη μεγάλη βέργα, από 3 φορές ο καθένας. Η μικρή βέργα πετάγεται μακριά. Μετρούν την απόσταση από εκεί που στέκονται  δηλαδή από την πέτρα, μέχρι τη βέργα. Κερδίζει αυτός που έριξε τη βέργα πιο μακριά.

ΚΛΕΦΤΕΣ ΚΑΙ ΑΣΤΥΝΟΜΟΙ

Αυτό το παιχνίδι παίζεται με ζυγό αριθμό παιδιών.

Χωρίζονται τα παιδιά σε δυο ομάδες και με κορώνα – γράμματα αποφασίζουν, ποιοι θα είναι οι κλέφτες και ποιοι θα είναι οι αστυνόμοι. Έπειτα ορίζουν ένα μέρος για φωλιά των κλεφτών, όπου δεν θα μπαίνουν οι αστυνόμοι. Για να βάζουν φυλακή τους κλέφτες , θα πρέπει οι αστυνόμοι να τους πιάσουν και όχι μόνο να τους ακουμπήσουν. Οι κλέφτες έχουν το δικαίωμα να ελευθερώνουν  τους φυλακισμένους ακουμπώντας τους. Οι νικητές θα είναι οι κλέφτες, αν καταφέρουν στους αστυνόμους να πουν ότι δεν μπορούν να τους πιάσουν και ζητάνε να τελειώσει το παιχνίδι. Οι αστυνόμοι πάλι θα είναι οι νικητές, αν πιάσουν όλους τους κλέφτες.

 

ΚΡΥΦΟ ΚΟΥΤΙ

Παίρνουμε ένα κουτί και το τοποθετούμε όρθιο στη μέση του δρόμου. Αφού συμφωνήσουμε ποιος θα τα φυλάει, ένα άλλο παιδί κλωτσάει το κουτί. Το παιδί που τα φυλάει παει με κλειστά μάτια, ψαχουλεύοντας να πάρει το κουτί και να το ξαναφέρει στο σημείο που ήταν πριν. Στο διάστημα που το κουτί ξαναγυρίζει στη θέση του τα παιδιά πηγαίνουν να κρυφτούν. Έπειτα το παιδί που τα φυλάει  προσπαθεί να βρει τους υπόλοιπους. Μόλις βρει κάποιον πατάει το κουτί και προφέρει δυνατά το όνομα του παιδιού που βρήκε, για να καταλάβουν οι υπόλοιποι ότι το παιδί που φώναξε βγήκε από το παιχνίδι.

Αν καταφέρει ένα οποιαδήποτε παιδί που είναι μέσα στο παιχνίδι να κλωτσήσει πάλι το κουτί, χωρίς να το δει αυτός που τα φυλάει, το παιχνίδι ξαναρχίζει από την αρχή. Αυτή η πράξη ονομάζεται ξελευτερια. Όταν η ξελευτερια δε γίνει από κανένα, το παιδί που βγήκε από το παιχνίδι πρώτο φυλάει.

 

Η ΚΥΡΑ – ΜΑΡΙΑ

Παίζουν όσα παιδιά θέλουν.

Κάνουν ένα κύκλο και ένα παιδί βγαίνει έξω από τον κύκλο. Αυτό είναι η Κυρά – Μαρία. Αρχίζουν με το τραγούδι κι έτσι όπως τραγουδάνε γυρνούν γύρω γύρω.

- τα παιδιά στον κύκλο:

«που θα πας κυρά – Μαρία, που θα πας, που θα πας;

Δεν περνάς κυρά – Μαρία, δεν περνάς, περνάς»

-          η Μαρία από έξω:

«θα υπάγω εις τους κήπους δεν περνώ, δεν περνώ

θα υπάγω εις τους κήπους δεν περνώ, περνώ»

- τα παιδιά στον κύκλο:

«τι θα κανείς εις τους κήπους; δεν περνάς δεν περνάς,

τι θα κανείς εις τους κήπους; δεν περνάς, περνάς»

- H Μαρία:

«θα εικοψω δυο βιολέτες, δεν περνώ, δεν περνώ.

Θα εικοψω δυο βιολέτες; δεν περνώ, περνώ»

-τα παιδιά:

«τι θα κάνεις τις βιολέτες, δεν περνάς δεν περνάς

τι θα κάνεις τις βιολέτες; δεν περνάς, περνάς»

-          Η Μαρία:

«Θα τις δώσω στην καλή μου, δεν περνώ, δεν περνώ

θα τις δώσω στην καλή μου δεν περνώ, περνώ»

-          Τα παιδιά:

«Και ποια είναι η καλή σου; δεν περνάς δεν περνάς

Και ποια είναι η καλή σου; δεν περνάς, περνάς»

Η κυρά Μαρία λεει το όνομα ενός παιδιού και το παίρνει μαζί της. Ξαναρχίζουν και σε όποιον μένει μόνος του στον κύκλο του λενε: «έμεινε μπουκάλα…έμεινε μπουκάλα…»

ΤΟ ΚΡΥΦΤΟ

Παίζεται από μια ομάδα παιδιών.

Στην αρχή, ορίζεται αυτός που θα «τα φυλάει» (δηλ. αυτός που θα κυνηγά) ο οποίος διαλέγει την «τουκα» (ένα δέντρο, μια γωνία), κλείνει τα μάτια του και αρχίζει να μέτρα μέχρι τον αριθμό που συμφωνήθηκε πριν αρχίσει το παιχνίδι (20,30). Στο διάστημα αυτό τα άλλα παιδιά τρέχουν να κρυφτούν. Προσπαθούν να κρυφτούν σε απίθανα μέρη, για να μην μπορεί να τα βρει αυτός που «τα φυλάει». Όταν τελειώσει το μέτρημα, αυτός που «τα φυλάει» αρχίζει το ψάξιμο, για να βρει τα κρυμμένα παιδιά.

Όταν βρει κάποιον, τρέχει στην «τουκα» και τον «φτύνει» λέγοντας το όνομα του (π.χ. φτου Γιώργο). Όποιος από τους κρυμμένους προλάβει να παει και να φτύσει στην «τουκα» του κυνηγού, ενώ αυτός λείπει, απαλλάσσεται από το φύλαγμα. Όταν έχουν βγει όλοι από την κρυψώνα τους, αν ο τελευταίος από αυτούς κατορθώσει να «φτύσει», τότε τα άλλα παιδιά ξελευτερωνονται και τα ξαναφιλάει ο ίδιος. Αν όμως δεν συμβεί αυτό, τότε τα φυλάει αυτός που φτυσθηκε πρώτος. Και το παιχνίδι συνεχίζεται.

 

ΤΑ ΠΕΝΤΟΒΟΛΑ

Τα πεντόβολα παίζονται κι από κορίτσια κι από αγόρια.

Το κάθε παιδί έχει  πέντε χαλίκια στρογγυλά και λεία, στο μέγεθος ενός μεγάλου φουντουκιού. Τα δυο παιδιά που θα πάρουν μέρος στο παιχνίδι, κάθονται αντικριστά κι έχουν κάτω, μπροστά  τους, τα τέσσερα χαλίκια τους, ενώ το πέμπτο το κρατάει στην χούφτα τους. Με μια γρήγορη κίνηση το πετούν ψηλά, κι ενώ το χαλίκι τους είναι ακόμα στον αέρα προσπαθούν να πάρουν από κάτω ένα χαλίκι από τα τέσσερα, χωρίς να κουνήσουν τα υπόλοιπα. Αν προλάβουν να το πάρουν και το χουφτώσουν μαζί και με το άλλο που κατεβαινει απο ψηλά, συνεχίζουν ώσπου να πάρουν ένα ένα και τα τέσσερα. Αν δεν τα καταφέρουν, αρχίζει ο άλλος. Κάθε φορά ο παίχτης αφήνει στην άκρη το πεντοβολο που έπιασε, για να τα πιάσει ένα ένα όλα.

Μετά περνάει στην δεύτερη φάση, την πιο δύσκολη. Τα αφήνει όλα κάτω και προσπαθεί να τα πιάσει δυο δυο. Ύστερα τρία με μιας, τέλος τέσσαρα με μιας. Μετά και από αυτές  τις δοκιμασίες, το παιδί ακουμπάει χάμω, το μεγάλο του δάκτυλο και τον δείκτη του ενός χεριού του, έτσι που να σχηματίζει καμάρα, και ξαναπετάει το ένα χαλίκι ψηλά προσπαθώντας να σπρώξει από ένα χαλίκι κάθε φορά μέσα στο φουρνακι, δηλαδή κάτω από την καμάρα. Τελευταία το παιδί, που έχει περάσει με επιτυχία όλες τις φάσεις του παιχνιδιού, κάνει τα παρακάτω: Πετάει όλα τα χαλίκια ψηλά, όχι πολύ ψηλά βέβαια για να μην σκόρπισαν  και προσπαθεί να τα ξαναπιάσει όλα στα δυο του χέρια, που τα ενώνει με τις παλάμες προς τα κάτω. Οι ράχες των παλαμών, ενωμένες στους δείκτες με τους αντίχειρες από κάτω σχηματίζουν ένα είδος σκάφης. Οποίο παιδί μπορέσει να τα πιάσει όλα, θα είναι ο νικητής.

Το παιδί που έχασε σε κάποια φάση του παιχνιδιού, όταν ξανάρθει η σειρά του δηλαδή όταν χάσει ο αντίπαλος του, ξαναπαίζει από το σημείο όπου βρισκόταν. Δεν ξαναρχίζει από την αρχή.

ΒΑΣΙΛΙΑ – ΒΑΣΙΛΙΑ ΜΕ ΤΑ ΔΩΔΕΚΑ ΣΠΑΘΙΑ

Αυτό το παιχνίδι παίζεται από 3 παιδιά και πάνω.

Στην αρχή «τα βγάζουν» κι αυτός που θα βγει πρώτος, θα γίνει βασιλιάς. Ύστερα τα παιδιά ρωτούν τον βασιλιά:

-          «Βασιλιά Βασιλιά, με τα δώδεκα σπαθιά, τι ώρα είναι;»

κι εκείνος τους απαντάει:

-          «ώρα για δουλεία»

κι εκείνα τον ξαναρωτούν:

-          «τι δουλειά;»

-          «τεμπελιά» απαντάει

και τότε τα παιδιά αρχίζουν να μιμούνται μια δουλειά, χωρίς να μιλούν. Ο βασιλιάς πρέπει να μαντέψει τι δουλειά έκαναν και αν δεν το βρει είναι υποχρεωμένος να μιμηθεί το ζώο που θα το πουν τα παιδιά.

Υπάρχει και παραλλαγή που είναι η εξής:

Ένα παιδί γίνεται βασιλιάς και τα αλλά παιδιά κάθονται απέναντι του. Τότε ένα παιδί φωνάζει:

-          «Βασιλιά Βασιλιά, με τα δώδεκα σπαθιά, τι ώρα είναι;»

Ο βασιλιάς απαντάει:

-          «ένα βήμα μπρος και ένα βήμα πίσω» και τα παιδιά προχωρούν ανάλογα

Όταν πει:

-          στ’ αυγά σου»

τότε το παιδί γυρίζει πίσω στην θέση του. Όποιο παιδί φτάσει πρώτο εκεί που είναι ο βασιλιάς, παίρνει τη θέση του, γίνεται αυτό βασιλιάς και ξαναρχίζει το παιχνίδι.

ΤΑ ΚΟΤΣΙΑ

Παίζεται με 3 ή περισσότερους παίκτες.

Το κότσι, είναι ένα κόκαλο, που το παίρνουν από το πίσω πόδι του προβάτου. Το κότσι αποτελείται από 4 πλευρές: Τον βασιλιά, τον βεζίρη, την γαϊδούρα και την κούπα. Κόβουμε δυο ξύλα, ένα μεγάλο που το ονομάζουμε «βεζίρη» και ένα μικρό που το ονομάζουμε «βασιλιά». Κάθε παιδί ρίχνει το κότσι του. Όποιο παιδί φέρει βασιλιά παίρνει το μικρό ξύλο, ενώ όποιο φέρει βεζυρι παίρνει το μεγάλο ξύλο. Όταν ένα παιδί πάρει και τα δυο ξύλα, τότε απαγορεύεται να μιλήσει. Όταν μιλήσει, αφήνει κάτω τον βασιλιά και τον βεζίρη. Όταν ένα παιδί φέρει «γαϊδούρα», ο βασιλιάς μπορεί να διατάξει τον βεζίρη να του δώσει μια κόκκινη, δηλαδή μια δυνατή ξυλιά, ή να δώσει μια πράσινη, σιγανή ξυλιά ή μια κίτρινη, μέτρια ξυλιά ή να δώσει μια μελιτζάνα, δυνατή ξυλιά αλλά στο πόδι, ή έναν Μεγάλο Ναπολέοντα, δυνατή ξυλιά αλλά στην πλάτη, ή μπορεί να πει ένα στραγαλακι, που είναι ένα δυνατό τρίψιμο στην παλάμη, ή μπορεί να πει γιαούρτι, το οποίο αντιστοιχεί με ένα τρίψιμο του ξύλου στην παλάμη.

ΤΑ ΚΕΡΑΜΙΔΑΚΙΑ

Παίρνουμε ένα κεραμίδι και το σπάμε σε 7 μικρά κομμάτια.

Αυτά τα παίρνουμε και τα στήνουμε μέσα σε ένα μεγάλο κύκλο. Μετά τα παιδιά τα οποία είναι πάνω από 7, χωρίζονται σε δυο ομάδες. η μια ομάδα κάθεται μέσα στον κύκλο. Οι άλλοι ρίχνουν την μπάλα από ένα σημείο που έχουν συμφωνήσει και προσπαθούν να ρίξουν τα κεραμιδακια. Όταν τα ρίξουν, παίρνει την μπάλα η ομάδα που ήταν μέσα στον κύκλο και προσπαθούν  να χτυπήσουν παιδιά που έριξαν τα κεραμιδακια, ενώ η άλλη ομάδα προσπαθεί να στήσει τα κεραμιδακια. Αν τα στήσει ξαναπαίζει, αν όμως η ομάδα που έχει μπάλα χτυπήσει όλα τα παιδιά, χάνουν και παίζουν τα παιδιά που είχαν την μπάλα.

Υπάρχει και παραλλαγή που είναι η εξής:

Στήνονται στο δρόμο 5 κεραμιδακια το ένα πάνω από το άλλο. Ένα από τα παιδιά είναι μπροστά από τα κεραμιδακια κι εμποδίζει να τα ρίξουν με την μπάλα. Αν κάποιος τα ρίξει τότε αυτός που τα φυλάει παίρνει την μπάλα και κυνηγάει εκείνον που τα έριξε για να τον χτυπήσει. Όταν όμως τα υπόλοιπα παιδιά αναστήσουν τα κεραμιδακια και δεν τον έχει πιάσει ακόμα, σταματά να τον κυνηγά και συνεχίζει να τα φυλάει. Αν τον πιάσει πριν τα στήσουν ξανά, τα φυλάει άλλο παιδί.

ΑΜΑΔΕΣ

Τα παιδιά τα «βγάζουν» και αυτό που θα βγει πρώτο είναι η μάνα.

Τα άλλα παιδιά στέκονται πίσω από μια γραμμή που έχουν χαράξει στο έδαφος και η μάνα βρίσκει ένα τενεκεδάκι και το βάζει στη μέση του δρόμου ή του χωρου που παίζεται το παιχνίδι, μπροστά στα παιδιά. Μετά πηγαίνει στην άκρη και τα παιδιά που είχαν βρει από πριν πλατιές πέτρες μεγάλες αρχίζουν να τις ρίχνουν έχοντας στόχο το τενεκεδάκι. Τις ρίχνουν όλα μαζί προσπαθώντας να το πετύχουν. Αν κάποιο παιδί πετύχει το τενεκεδάκι τότε η μάνα θα πρέπει να τρέξει να σηκώσει το τενεκεδάκι και να το βάλει στην θέση του.

Όταν τρέξει να το κάνει αυτό η μάνα, τα άλλα παιδιά θα πρέπει  να τρέξουν να πατήσουν πάνω στις αμάδες, δηλαδή στις πέτρες τους. Αν η μάνα γυρίσει πριν προλάβουν να πανε όλα τα παιδιά να πατήσουν τις αμάδες τους, τότε θα αρχίσει να τα κυνηγάει, προσπαθώντας να πιάσει ένα παιδί πριν πατήσει στην ομάδα του. Αν πιάσει κάποιο παιδί  τότε θα γίνει αυτό μάνα. Αν όμως το τενεκεδάκι παει μακριά  και τα παιδιά προλάβουν όλα να πατήσουν τις αμάδες πριν η μάνα γυρίσει, τότε  θα μείνει μάνα το άλλο παιδί που ήταν προηγούμενος. Αν όμως κανένα παιδί δεν χτυπήσει το τενεκεδάκι τότε η μάνα θα αρχίσει αμέσως να κυνηγάει τα παιδιά που όμως δεν μπορεί  να τα πιάσει πριν βγουν μπροστά από την γραμμή.

ΤΟ ΛΟΥΡΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ

Το παιχνίδι παίζεται με πολλά παιδιά.

Κάποιο παιδί είναι η «μάνα» που πάντοτε έχει ένα λουρί. Η μάνα βάζει μια οποιαδήποτε λέξη στο νου της. Ακόμα λεει αν είναι πράγμα, ζώο, φυτό και από τι γράμμα αρχίζει και σε ποιο γράμμα τελειώνει. Τα παιδιά προσπαθούν να την βρουν. Όποιο παιδί βρει, παίρνει το λουρί της μάνας και αρχίζει να κυνηγάει τα παιδιά για να τα χτυπήσει. Όταν η μάνα φωνάξει το λουρί στη μάνα τότε τα αλλά παιδιά χτυπούν  αυτόν που είχε  βρει την λέξη. Για να σταματήσουν, πρέπει αυτός να ακουμπήσει τη μάνα και να πει την λέξη που είχε βρει. Αν ακουμπήσει τη μάνα χωρίς να πει λέξη, τα παιδιά συνεχίζουν να τον χτυπούν.

Το παιχνίδι παίζεται και έξω και μέσα, συνήθως έξω.

ΚΟΪΝΑΚΙΑ

(παίζονται στην ύπαιθρο)

αυτό το παιχνίδι είναι πολύ παλιό.

Στην Μυτιλήνη ήρθε το 1915 και η διάδοση του ήταν πολύ γρήγορη. Τα κοϊνακια είναι τύπος μπίλιας από πηλό, τον οποίο ρίχνουμε πρώτα στο αλάτι για να μην χάσει την σφαιρική του σιλουέτα. Μετά τον βάζουμε  στο φούρνο για να ψηθεί. Τον αφήνουμε 2 μέρες σε κρύο μέρες  για να κρυώσει και είναι έτοιμος.

Το κοϊνακι παίζεται με τρεις τρόπους:

  1. πρώτος τρόπος είναι όταν το βάλουμε στο φούρνο να του τραβήξουμε χαρακιές οριζόντιες και κάθετα και μετά να το παίζουμε σαν ζάρι. Μάλιστα στα χρόνια της κατοχής είχε απαγορευτεί αυτός ο τρόπος γιατί ήταν παράνομο παιχνίδι.
  2. δεύτερος τρόπος είναι να το παίζομε σαν μπίλια. Καθώς υπάρχουν πολλά παιδία τα οποία έχουν φτιάξει μια λακκούβα, προσπαθούν να ρίξουν τα κοϊνακια μέσα σε αυτήν. Όποιος μπει και μπορέσει να χτυπήσει ένα κοϊνακι, το παίρνει για δικό του.
  3. τρίτος τρόπος είναι να το παίζουμε σαν πενταπετρα. Τα έχουμε σαν μάνα και προσπαθούμε με αυτά χτυπώντας άλλες πέτρες  να τις βάλουμε σε ένα τέρμα

Όταν το καταφέρουμε αυτό είμαστε νικητές.

 

 

Ο ΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΗΣ

Το παιχνίδι «ο πραματευτής» παίζεται ομαδικά.

Από την ομάδα των παιδιών ξεχωρίζονται δυο παιδιά και το ένα παίζει το ρόλο του πραματευτή και το άλλο το ρόλο της μάνας. Ύστερα τα παιδιά σχηματίζουν κύκλο και στο μέσω του κύκλου κάθεται η μάνα. Ο πραματευτής μένει έξω από τον κύκλο και αρχίζει να διαλαλεί το εμπόρευμα του. Κάθε παιδί του ζητάει και από ένα πράγμα. Ο πραματευτής υποθετικά του το δίνει. Το παιδί το παίρνει και ρωτάει πόσο κάνει. Ο πραματευτής του λεει την τιμή και ζητάει να τον πληρώσει. Το παιδί λεει ότι τα λεφτά τα έχει η μάνα του

-          Ο πραματευτής ρωτάει: «που είναι η μάνα σου;»

-          Το παιδί του απαντάει ότι βρίσκεται π.χ σε μια γειτόνισσα.

-          Ο πραματευτής λεει «καλά»

Κι εξακολουθεί να διαλαλεί το εμπόρευμα του, έως όλα τα παιδιά να αγοράσουν υποθετικά και δίχως να τον πληρώσουν. Όταν ο πραματευτής  φτάνει στο τελευταίο παιδί νευριάζει και λεει:

-          «θα παω να βρω τη μάνα σας»

αλλά την ίδια στιγμή η μάνα βγαίνει από τον κύκλο και ο πραματευτής την κυνηγάει. Αν μεν τη πιάσει, δυο αλλά παιδιά αναλαμβάνουν τους ρόλους του πραματευτή και της μάνας. Αν όμως δεν την πιάσει το παιχνίδι παίζεται από την αρχή, με τον ίδιο πραματευτή και την ίδια μάνα.

 

 

ΜΠΙΛΙΕΣ ΛΑΚΟΥΒΑΚΙ

Παίζεται με αρκετά παιδιά, που έχουν όλα από μια μπίλια.

Κάνουν ένα λάκκο και από μια ορισμένη απόσταση ρίχνουν την μπίλια τους στο λακουβακι. Όποιο παιδί καταφέρει να την στείλει μέσα στο λακουβακι, έχει το δικαίωμα να χτυπήσει τους άλλους. Αν μπούνε δυο μπίλιες μαζί στο λακουβακι κάνουμε «ντάλια» δηλαδή πιάνει ένας από τους δυο τις μπίλιες και τις ρίχνει από πάνω μέσα στο λακουβακι κι οποίου είναι πιο κοντά ή μέσα στο λακουβακι παίζει πρώτος. Όποιος χτυπήσει την μπίλια του αλλού, την παίρνει δική του. Νικητής είναι αυτός που θα μείνει τελευταίος και με τις πιο πολλές μπίλιες.

ΜΠΙΛΙΕΣ ΚΥΚΛΟΣ

Παίζεται με αρκετά παιδιά.

Χαράζουν ένα κύκλο στο χώμα και κάθε παιδί βάζει μέσα όσες μπίλιες θέλει. Όποιος πετύχει μια μπίλια ή και περισσότερες να βγούνε έξω από τον κύκλο, τις παίρνει και το παιχνίδι συνεχίζεται.

 

ΚΟΥΤΣΟ

Με κιμωλία, πάνω στο τσιμέντο φτιάχνουμε καθέτως το εξής σχήμα:

Ζωγραφίζουμε ένα τετράγωνο και βάζουμε μέσα τον αριθμό ένα. Έπειτα άλλο και βάζουμε μέσα τον αριθμό δυο κι έπειτα φτιάχνουμε αλλά δυο τετράγωνα κολλητά το ένα στο άλλο, που στο ένα γράφουμε τρία και στο άλλο τέσσερα. Έπειτα ένα άλλο τετράγωνο και βάζουμε μέσα τον αριθμό πέντε και συνεχίζουμε μέχρι τον αριθμό δέκα με τον ίδιο τρόπο. Τώρα κάθε παιδί θα πάρει από μια πέτρα και θα την ρίξει στο πρώτο τετράγωνο και δίχως να πηδήξει στο τετράγωνο ένα πηδάει  σε όλα τα άλλα. Στο γυρισμό μόλις θα φτάσει στο δυο θα σκύψει δίχως να ακουμπήσει πουθενά, για να πιάσει την πέτρα . αυτό γίνεται και στα άλλα τετράγωνα. Όποιος φτάσει στο δέκα χωρίς να ακουμπήσει πουθενά κερδίζει.

ΑΜΠΑΡΙΖΑ

Κάθε ομάδα έχει για φωλιά ένα δέντρο ή στύλο

Σκοπός του παιχνιδιού είναι ένας παίχτης να ακουμπήσει το δέντρο της αντίπαλης ομάδας ή να αιχμαλωτίσει τρία «ψητά». Η αιχμαλωσία των ψητών γίνεται με τον εξής τρόπο: ένας παίχτης κυνηγά και πιάνει ένα αντίπαλο παίχτη. Για να αιχμαλωτίσει  όμως πρέπει να έχει βγει αργότερα από τον αντίπαλο, αλλιώς πρέπει να γυρίσει πίσω στη φωλιά του, «να πάρει αμπάριζα» και να ξαναβγεί στο κυνήγι.

ΤΣΙΓΓΟ ΛΕΛΕΤΑ

Παίζουν 4 παιδιά και χωρίζονται σε δυο ομαδες. Η μια ομάδα παει από την μια μεριά και η άλλη από την άλλη. Σταυρώνουν τα χέρια τους και οι δυο ομάδες και λενε τα τραγούδι:

« ένα φράγκο η βιολέτα , τσίγκο λελετα»

κι έτσι όπως λενε το τραγούδι, προχωράνε και οι δυο ομάδες μπροστά, συναντιούνται και ξαναγυρνάνε πάλι προς τα πίσω.

 


Επαφή

9odimkilkis

2341076455


 
Μας αρέσουν τα παιχνίδια γιατί είμαστε παιδιά!
 

 

 


Παραδοσιακά παιχνίδια για μικρά παιδιά

Σας περιγράφουμε παρακάτω τρία παραδοσιακά παιχνίδια που είναι εύκολο να τα καταλάβουν τα μικρά παιδιά, ενώ είναι κινητικά, διασκεδαστικά και εξασκούν ταυτόχρονα το μυαλό! 

Πετάει, πετάει…

Πρόκειται για ένα παλιό και χαρούμενο παιχνίδι που διασκεδάζει πολύ τα μικρά παιδιά και θέλει γρηγοράδα! Όλα τα παιδιά βάζουν το δάχτυλό τους σε ένα σημείο κάτω στο πάτωμα ή στο τραπέζι. Ένα παιδί ή μεγάλος είναι η «μάνα».

Η «μάνα» ξεκινάει και λέει «πετάει, πετάει… το σπουργίτι!» Αφού πράγματι το σπουργίτι πετάει, θα πρέπει όλοι να σηκώσουν ψηλά το δάχτυλο. Όταν πει, για παράδειγμα, «πετάει, πετάει… ο γάιδαρος!», τότε όποιος σηκώσει κατά λάθος το χέρι του, χάνει! Η «μάνα» συνεχίζει λέγοντας διάφορα ζώα, πουλιά ή ψάρια και προσπαθεί να μπερδέψει τους παίκτες!

Το παιχνίδι μπορεί να συνεχίζεται για περισσότερη διασκέδαση ή όποιος χάνει να βγαίνει από το παιχνίδι, μέχρι να μείνει ένας νικητής. Παίζεται και με δύο παίκτες.

 

Αλάτι ψιλό, αλάτι χοντρό

Τα παιδιά κάθονται σε ένα κύκλο στο πάτωμα, με τα χέρια τους πίσω από την πλάτη. Ένα παιδί κρατάει ένα μαντήλι (ή αν δεν υπάρχει, κάποιο άλλο αντικείμενο) και χοροπηδάει γύρω γύρω στο εξωτερικό του κύκλου τραγουδώντας «Αλάτι ψιλό, αλάτι χοντρό, έχασα τη μάνα μου και πάω να τη βρω, παπούτσια δε μου πήρε να πάω στο χορό, αλάτι ψιλό, αλάτι χοντρό…».

Κάποια στιγμή, αφήνει το μαντήλι στα χέρια ενός παιδιού που επιλέγει και… αρχίζει το κυνηγητό! Το παιδί που κρατούσε το μαντήλι τρέχει μπροστά, με σκοπό να κάνει γύρω γύρω τον κύκλο των παιδιών και να καθίσει στη θέση του άλλου παιδιού. Το παιδί που έχει τώρα το μαντήλι, το κυνηγάει με σκοπό να το πιάσει για να το εμποδίσει. Αν το πρώτο παιδί προλάβει και καθίσει, τότε το δεύτερο κρατάει το μαντήλι και συνεχίζει να τραγουδάει «Αλάτι ψιλό…», ενώ εάν το πρώτο παιδί πιαστεί, το δεύτερο κάθεται ξανά στη θέση του και το παιχνίδι συνεχίζεται με τον ίδιο παίκτη όρθιο.

 

Πέτρα, ψαλίδι, μολύβι, χαρτί

Αυτό είναι ένα γνωστό παιχνίδι, που δεν χρειάζεται εξοπλισμό, αλλά μόνο το χέρι μας! Οι παίκτες κάθονται σε κύκλο, ακόμη και όρθιοι, και λένε ρυθμικά «πέτρα, ψαλίδι, μολύβι, χαρτί!» και μόλις ολοκληρώνουν τη φράση, κάνουν ταυτόχρονα συμβολικά με το χέρι τους ένα από τα αντικείμενα αυτά, όποιο έχουν επιλέξει. Τότε, κοιτάζουν ποιός κερδίζει, ανάλογα με τα αντικείμενα και παίρνουν αντίστοιχα από έναν πόντο.

Συγκεκριμένα, το χαρτί κερδίζει την πέτρα, το μολύβι κερδίζει το χαρτί, το ψαλίδι κερδίζει το μολύβι και το χαρτί και η πέτρα κερδίζει το ψαλίδι και το μολύβι. Μπορεί να οριστεί από την αρχή σε πόσους πόντους θα τελειώσει το παιχνίδι, π.χ. όποιος συγκεντρώσει πρώτος δέκα πόντους θα είναι ο νικητής. Παίζεται και με δύο παίκτες.


Εσείς γνωρίζετε άραγε τι σημαίνει άραγε το Α ΜΠΕ ΜΠΑ ΜΠΛΟΝ ΤΟΥ ΚΕΙΘΕ ΜΠΛΟΝ;
 


 Η διαχρονικότητα της Ελληνικής γλώσσης...
 είναι αδιαμφισβήτητη και αυταπόδεικτη!
Μεταξύ πολλών παραδειγμάτων ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα:

Μικροί (οι .ομήλικοι εξ ημών.) είχαμε παίξει το γνωστό παιδικό παιχνίδι : δύο ομάδες αντιπαρατιθέμενες, εναλλάξ να εφορμούν η μία της άλλης ψελλίζοντας ακαταλαβίστικα λόγια, που όλοι νομίζαμε αποκυήματα παιδικής φαντασίας και κουταμάρας (μετέπειτα πήρε την μορφή: «έλα να τα βγάλουμε»)

«Ά μπε, μπα μπλόν, του κείθε μπλόν, ά μπε μπα μπλόν του κείθε μπλόν, μπλήν-μπλόν.»
Τι σημαίνουν αυτά? Μα , τι άλλο, ακαταλαβίστικες παιδικές κουταμάρες, θα ειπεί κάποιος.
Όμως δεν είναι έτσι.

Η όλη. στιχομυθία, προήρχετο από παιδικό παιχνίδι που έπαιζαν οι Αθηναίοι Παίδες (και ου μόνον.), και ταυτόχρονα εγυμνάζοντο στα μετέπειτα αληθινά πολεμικά παιχνίδια.

Πράγμα απολύτως φυσικό, αφού πάντοτε ο Αθηναίος Πολίτης ετύγχανε και Οπλίτης! (βλέπετε παίζοντας και με τα γράμματα, προκύπτον συνδεόμενες έννοιες.Πολίτης – Οπλίτης)
Τι έλεγαν λοιπόν οι αντιπαρατιθέμενες παιδικές ομάδες, που τόσον παραφράσθηκε από τους μεταγενέστερους??

Ιδού η απόδοση:

«Απεμπολών, του κείθεν εμβολών !!!…»

(επαλαμβανόμενα με ρυθμό, εναλλάξ από την δείθεν επιτιθέμενη ομάδα)
Τι σήμαιναν ταύτα? Μα..απλά ελληνικά είναι! « Σε απεμπολώ, σε απωθώ, σε σπρώχνω, πέραν (εκείθεν) εμβολών σε (βλ. έμβολο) με το δόρυ μου, με το ακόντιό μου!!!


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΣΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ

ΙΣΤΟΡΙΚΗ  ΑΝΑΔΡΟΜΗ



 


 

 

 

Παιχνίδια που τα φτιάχναμε μόνοι μας!
 

 
Δίχαλο- Σφεντόνα:

Ξύλινο, με πετσάκια και λάστιχο κλώνο ή σαμπρέλα. Επικίνδυνο και απαγορευμένο παιχνίδι που έφτιαχναν οι μεγαλύτεροι, αφού εύκολα κάποιος μπορούσε να τραυματιστεί πολύ σοβαρά εάν χτυπούσε στο πρόσωπο ή στο κεφάλι με τις πέτρες πουεκτοξεύανε. Το χρησιμοποιούσαν για να κυνηγήσουν πουλιά, αλλα και για να συναγωνιστούν στην σκοποβολή. Ενίοτε σπάγανε κανένα τζάμι.
 
 

 

Πατίνι με ρουλεμάν:

Η δυσκολία ήταν να βρεθούν τα ρουλεμάν. Απο κεί και πέρα υπήρχαν οι... ειδικοί που βοηθούσαν στην δύσκολη αυτή κατασκευή. Οι τελευταίες καλιτεχνικές πινελιές ήταν συνήθως μπεντόλιρες που μπροκώναμε στη φάτσα. Αγαπημένες πίστες ήταν οι αμαξωτές με ελαφρά κατηφόρα. Δύσκολα μπορεί να ξεχάσει κανείς την "τραβάγια" που έκαναν τα πατίνια στο κατήφορο.
 
 

Τσούρλι με μπαγκιονέτα:

Το φτιάχναμε απο πολύ χοντρό τέλι κρεβατίνας και για τροχό βρίσκαμε απο κανένα πεταμένο παιδικό καροτσάκι. Πολύ αγαπημένο παιχνίδι, καθώς διανύαμε με αυτό ατέλειωτα χιλιόμετρα ενώ για να δοκιμάζουμε την δεξιοτεχνία μας φτιάχναμε ειδικές "πίστες" αγώνων.
 
 
Τσούρλι με μεγάλο τροχό ή τσέρκι που τα κυλούσαμε με ένα σκέτο ξύλο. Ακολουθώντας τον γενικό κανόνα που έλεγε ότι οτιδήποτε ήταν στρογγυλό έπρεπε να κυλάει, βρίσκαμε και το αντίστοιχο εργαλείο. Εδώ τα πράγματα ήταν μάλλον απλά καθώς με ένα κομμάτι ξύλο το παιχνίδι ήταν έτοιμο.

 

 

Αετός της Καθαρής Δευτέρας. (Χαρταετός)

Τα βασικά στοιχεία για την κατασκευή του χαρταετου ήταν καλάμια απο την Περβόλα που τα σκίζαμε για να φτιάξουμε το σκελετό, σπάγγος, λαδόκολα για πανί που την κολάγαμε με κουρκούτι στο περιφερειακό σπάγγο, και εφημερίδες για ουρά. Αργότερα με την εφάνιση των έγρωμων χαρτιών οι κατασκευές έγιναν περίτεχνες και εντυπωσιακές και ανέμιζαν υπερήφανα στο γήπεδο.


Τα ομαδικά παιχνίδια:
Ποδόσφαιρο
Σκλαβάκια
Πόλεμο
Πετροπόλεμο
Χοστό ( Κρυφτό) (με μάνα ένα ντενεκέ)
Κάτω πά (μακρυά γαϊδούρα)
Ολυμπιακοί αγώνες

 

Τα παιχνίδια που παίζαμε στα πεζούλια:
Πεντόβολο
Ντάμα (απλή αλλα και υποχρεωτική)
Ποδοσφαιράκι
Σαλίγκαρο
Τρίλιζα
Βεζύρης (ξυλάς, βασιλιάς, ψωμάς, κλέφτης)

Τα "κοριτσίστικα" παιχνίδια:
Μήλα
Κουτσό (ή καλόγερο)
Σκοινάκι
Λάστιχο

Άλλα παιχνίδια:
Μπίλιες γυάλινες και σιδερένιες
Τάκα-τάκα
Το παιχνίδι αυτό το αποτελούσαν δυό μεγάλες κοκάλινες μπίλιες που κρεμότανε με λεπτό σχοινάκι απο ένα σιδερένιο κρίκο. Ο διαολεμένος θόρυβος που έκανε σε συνάρτηση με τα συχνά ατυχήματα που προκαλούσε το έκανε γρήγορα απαγορευμένο παιχνίδι.

Από τα παλιά παιχνίδια που χάθηκαν είναι και το σβουράκι, η "ρουλέτα του δρόμου" θα λέγαμε σήμερα. Βάλε 1, βάλε 2, πάρε 1, πάρε 2, βάλτε όλοι και πάρτα όλα.

Η πιό απλή και διαχρονική μορφή τυχερού παιχνιδιού βέβαια ήταν το κορώνα - γράμματα. Τα ποσά που εννοούμε όταν λέμε χρήματα ήταν πενηνταράκια, φράγκα (δραχμές), δίφραγγα, τάλιρα, δεκάρικα και κοσάρικα
 


ΤΡΕΙΣ...ΚΑΙ ΤΟ ΛΟΥΡΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ:
Τα παιδιά σχηματίζουν ένα κύκλο, καθισμένα γύρω από τη μάνα, που είναι ένα από τα μεγαλύτερα παιδιά. Εκείνη βγάζει τη ζώνη της ή ένα λουρί ή σχοινί και πρώτα σχηματίζει μ' αυτό διάφορα σχήματα, π.χ. ένα αχλάδι, ένα μήλο, ένα καλάθι κτλ. Τα άλλα πρέπει να μαντέψουν τι παριστάνει. Όποιο το βρει, του δίνει η μάνα το λουρί και τότε εκείνο έχει το δικαίωμα να σηκωθεί και να κυνηγήσει τ' άλλα παιδιά. Η μάνα μένει στη θέση της και κάθε τόσο φωνάζει: «Τρεις και το λουρί της μάνας! ». Εκείνος που κρατεί το λουρί, συνεχίζει το κυνήγι του κι αν κτυπήσει κανένα παιδί, τότε εκείνο βγαίνει απ' το παιχνίδι. Αν όμως η μάνα φωνάξει: «Τρεις και το λουρί της μάπας! », τότε αυτός που κυνηγάει, πρέπει αμέσως να γυρίσει πίσω και να παραδώσει το λουρί στη μάνα, αλλιώς τα άλλα παιδιά έχουν το δικαίωμα να τον πάρουν στο κυνήγι και να του πάρουν το λουρί και να αρχίσουν μ' αυτό να τον χτυπούν.


ΠΕΡΝΑ, ΠΕΡΝΑ Η ΜΕΛΙΣΣΑ:
Τα παιδιά, από 6 και πάνω, διαλέγουν από τα πιο μεγάλα, δυο μάνες και η κάθε μια παίρνει με λάχνισμα τον ήλιο ή το φεγγάρι. Οι 2 μάνες σχηματίζουν με τα χέρια τους μια καμάρα και στέκονται όρθιες στη μέση. Τα υπόλοιπα παιδιά σχηματίζουν μια γραμμή, το ένα πίσω απ' το άλλο, κρατημένα απ' τη μέση ή απ' τη ζώνη τους. Όπως έχουν σχηματίσει τη σειρά προχωρούν προς την καμάρα τραγουδώντας:

Περνά, περνά η μέλισσα
Με τα μελισσόπουλα
Και με τα παιδόπουλα!
Όταν φτάσουν μπρος την καμάρα οι 2 μάνες τα ρωτούν:
-Από πού ερχόσαστε;
-Από την Κόρινθο (π.χ.)
-Και τι έχετε φορτωμένα;
-Σύκα και σταφύλια (π.χ.)
-Περάστε μέσα.

Σηκώνουν λοιπόν τα χέρια τους και τα παιδιά περνούν κάτω από την καμάρα, βουίζοντας σαν τις μέλισσες. Την ώρα που είναι να περάσει το τελευταίο, οι 2 μανάδες κατεβάζουν τα χέρια τους και το κρατούν κι ύστερα το ρωτούν σιγά, ώστε να μην ακούσουν τα άλλα:

-Τι θέλεις, τον ήλιο ή το φεγγάρι;

Το παιδί θα πει τον ήλιο ή το φεγγάρι και τότε θα πάει πίσω απ' αυτή που πήρε τούτο το όνομα και θα πιαστεί απ' τη μέση της. Το παιχνίδι συνεχίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, μόνο που κάθε φορά, τα παιδιά λένε ότι έρχονται από άλλο μέρος και φέρνουν διαφορετικά πράγματα, μέχρις ότου μοιραστούν όλες. Την τελευταία τη ρωτούν πια φανερά, αν θέλει τον ήλιο ή το φεγγάρι κι όταν διαλέξει πιάνεται, πίσω απ' όλα τα άλλα παιδιά. Τότε η μια μάνα βγάζει τη ζώνη της και την απλώνει στην άλλη και η κάθε μια τους κρατάει από μιαν άκρη και με τα παιδιά από πίσω της την τραβάει προς το μέρος της. Όποια πάρει την άλλη, νικάει.
 

ΔΕΝ ΠΕΡΝΑΣ ΚΥΡΑ ΜΑΡΙΑ:
Πιάνονται απ' το χέρι και σχηματίζουν κύκλο, ενώ ένα κορίτσι απ' τα μεγαλύτερα, η κυρα-Μαρία, στέκεται στη μέση. Αρχίζουν να γυρίζουν γύρω γύρω και τραγουδούν, ενώ η κυρα-Μαρία προσπαθεί να περάσει ανάμεσά τους.

Που θα πας κυρα-Μαρία, δεν περνάς δεν περνάς,
Που θα πας κυρα-Μαρία, δεν περνάς, περνάς!
-Θε να πάω εις τους κήπους δεν περνώ, δεν περνώ.
Θε να πάω εις τους κήπους δεν περνώ, περνώ!
-Τι θα κάνεις εις τους κήπους δεν περνάς, δεν περνάς
Τι θα κάνεις εις τους κήπους δεν περνάς, περνάς!
-Θα μαζέψω 2 βιολέτες δεν περνώ, δεν περνώ
Θα μαζέψω 2 βιολέτες δεν περνώ, περνώ!
-Τι θα κάνεις τις βιολέτες δεν περνάς, δεν περνάς
Τι θα κάνεις τις βιολέτες δεν περνάς, περνάς!
-Θα τις δώσω της καλής μου δεν περνώ, δεν περνώ
Θα τις δώσω της καλής μου δεν περνώ, περνώ!
-Και ποια είναι η καλή σου δεν περνάς, δεν περνάς
Και ποια είναι η καλή σου δεν περνάς, περνάς!
-Η καλή μου είν' (η Ελένη π.χ.) δεν περνώ, δεν περνώ
Η καλή μου είν' (η Ελένη π.χ.) δεν περνώ, περνώ!

Μόλις ακούσει τ' όνομά του το κορίτσι που ανέφερε η κυρα-Μαρία, φεύγει απ' τον κύκλο και μπαίνει στη μέση και τότε είτε γίνεται αυτό κυρα-Μαρία και το παιχνίδι συνεχίζεται έτσι είτε στέκεται στο πλάι της κυρα-Μαρίας, που συνεχίζει ν' αναφέρει σε κάθε επανάληψη του τραγουδιού κι από μια φιλενάδα της, ώσπου δε μένουν πια αρκετά κορίτσια, για να σχηματίσουν κύκλο κι έτσι το παιχνίδι τελειώνει.


ΛΥΚΕ ΛΥΚΕ, ΕΙΣΑΙ ΕΔΩ;
Ένα από τα μεγαλύτερα παιδιά κάνει τον λύκο, που πάει και κρύβεται πίσω από ένα θάμνο ή ένα δέντρο. Τα άλλα παιδιά, με επικεφαλής ένα απ' τα μεγαλύτερα, που θα είναι η «μάνα», πιάνονται στη σειρά, το ένα πίσω απ' το άλλα και πλησιάζουν το κρησφύγετο του λύκου, απαγγέλλοντας ρυθμικά:

«Πήγε ο λύκος στο βουνό,
μες στο δάσος το πυκνό.
Τριγυρνώ και τραγουδώ:
Λύκε, λύκε είσαι δω;»
Ο λύκος απαντάει: -Εδώ είμαι!
Τα παιδιά ρωτούν: -Και τι κάνεις;
Ο λύκος: -Βάζω το πουκάμισό μου! Ή
Τώρα σηκώνομαι απ' το κρεβάτι μου!

Τα παιδιά απομακρύνονται, κάνουν ένα νέο γύρο, πάντα πιασμένα το ένα πίσω απ' το άλλο και σταματούν πάλι έξω απ' το κρησφύγετο του λύκου, λέγοντας το ίδιο τραγουδάκι. Ο λύκος εξακολουθεί να ντύνεται και τους απαντάει πάντα: «Βάζω το παντελόνι μου» ή «φοράω τα παπούτσια μου» ή δίνει άλλες αστείες απαντήσεις, όπως: «Ξυρίζω τα μουστάκια μου», ανάλογα με την ηλικία του και με την ετοιμότητά του. Στο τέλος λέει: «Βάζω το καπέλο μου» ή «παίρνω το μπαστούνι μου και σας κυνηγώ» και τότε τα παιδιά σκορπίζονται φωνάζοντας:
«Λύκε, λύκε φτάσε με,
σαν μπορείς και πιάσε με!»

Ο Λύκος τρέχει από πίσω τους και τα κυνηγάει. Όποιο παιδί φτάσει, βγαίνει από το παιχνίδι. Αυτό γίνεται ώσπου να τα πιάσει όλα ή ώσπου να κουραστούν τα παιδιά


ΓΥΡΩ ΓΥΡΩ ΟΛΟΙ:
Τα παιδάκια σχηματίζουν έναν κύκλο και βάζουν το πιο μικρό στη μέση. Ύστερα πιάνονται από τα χέρια και γυρίζουν τραγουδώντας:

Γύρω-γύρω όλοι
Στη μέση ο Μανόλης,
Χέρια, πόδια στη γραμμή
Όλοι κάθονται στη γη!
-Κάθισε, Μανολάκη!

Με το: «όλοι κάθονται στη γη!», όλα τα παιδάκια κάθονται χάμω και τεντώνουν τα πόδια τους προς το κέντρο. Το ίδιο πρέπει να κάνει και ο «Μανόλης».


Η ΜΙΚΡΗ ΕΛΕΝΗ:
Τα κοριτσάκια σχηματίζουν έναν κύκλο, που κοιτάζει προς τα μέσα. Στο κέντρο κάθεται ένα κοριτσάκι, που κάνει τάχα ότι κλαίει. Τα άλλα γυρίζουν γύρω-γύρω και τραγουδούν:

Η μικρή Ελένη
κάθεται και κλαίει
γιατί δεν την παίζουν οι φιλενάδες της.
Σήκω απάνω, πλύνε τα μάτια,
Κοίταξε τον ήλιο κι αποχαιρέτησε!

Το κοριτσάκι, τότε, που κάνει την Ελένη, πλένει δήθεν τα μάτια της και κοιτάζει τον ήλιο κι ύστερα σηκώνεται ξαφνικά και πιάνει μια απ' τις άλλες, που γίνεται εκείνη Ελένη με τη σειρά της.


Η ΚΟΛΟΚΥΘΙΑ:
Οι παίκτες - από 5 ως 10 - κάθονται γύρω-γύρω και βγάζουν έναν αρχηγό, τα πιο μεγάλα απ' τα παιδιά ή τον πιο έξυπνο, ανάμεσα στους μεγάλους. Καθένας απ' τους παίκτες παίρνει έναν αριθμό. Αυτό γίνεται κατά 2 τρόπους: Ή εκείνος που κάθεται στ' αριστερά του αρχηγού, παίρνει τον αριθμό 1 κι ο διπλανός του το 2 κι έτσι ως το τέλος, ή ο καθένας παίρνει όποιο αριθμό του αρέσει, που δεν πρέπει όμως να είναι μεγαλύτερος, απ' όσα είναι στο σύνολό τους τα παιδιά. Έτσι π.χ. αν τα παιδιά είναι 8, δεν πρέπει κανείς να πάρει τον αριθμό 10. Κάθε παίκτης πρέπει να θυμάται καλά τον αριθμό του, γιατί απ' αυτό θα εξαρτηθεί αν θα κερδίσει ή θα χάσει.
 
Πρώτος μιλάει ο αρχηγός και λέει:
- Έχω μια κολοκυθιά που κάνει 3 (π.χ.) κολοκύθια!
Μόλις αναφέρει αυτόν τον αριθμό, εκείνος που έχει το 3, πρέπει αμέσως να σηκωθεί και να πει:
- Και γιατί να κάνει τρία;
- Και πόσα θέλεις να κάνει; Ρωτάει ο αρχηγός.
- Να κάνει (π.χ.) πέντε.

Μόλις ακούσει τον αριθμό του εκείνος που έχει το πέντε, πρέπει αμέσως να σηκωθεί και να πει: «Και γιατί να κάνει πέντε;» και το παιχνίδι συνεχίζεται μ' αυτόν τον τρόπο.
Αν κανείς ακούσει τον αριθμό του και δεν σηκωθεί ή σηκωθεί ακούγοντας τον αριθμό που έχει άλλος ή πει ανύπαρκτο αριθμό (π.χ. το 12 αν είναι 10 τα παιδιά), τότε χάνει και πρέπει να δώσει ενέχυρο. Αυτό το ενέχυρο πρέπει να είναι κάτι το ατομικό του, π.χ. το μαντήλι του, το βραχιόλι του… Όλα αυτά ο αρχηγός τα βάζει κατά μέρος και τα σκεπάζει μ' ένα μαντίλι ή μ' ένα κομμάτι ύφασμα. Όταν τελειώσει το παιχνίδι, ο αρχηγός βάζει το χέρι του κάτω απ' το μαντίλι, τραβάει ένα-ένα τα ενέχυρα και φωνάζει:
- Κι αυτός εδώ, τι πρέπει να κάνει;
Οι άλλοι, όλοι μαζί, φωνάζουν.
- Να λαλήσει σαν πετεινός ή να γκαρίξει σαν γαϊδούρι ή να περπατήσει με τα τέσσερα, ή ό,τι άλλο σοφιστούν.
Την τιμωρία αυτή, πρέπει ο τιμωρημένος να τη δεχτεί με κέφι και να κάνει τους άλλους να γελάσουν.
Σε μια παραλλαγή, ο αρχηγός δεν περιμένει να τελειώσει το παιχνίδι για να επιβάλλει τις τιμωρίες, αλλά μόλις κάνει κάποιος ένα λάθος, τον βάζουν αμέσως να εκτελέσει την τιμωρία του.
Σε μια άλλη παραλλαγή απ' την Ήπειρο, στη μέση του κύκλου στήνουν μια βαριά πέτρα και όποιος κάνει λάθος, σηκώνεται αμέσως, σηκώνει την πέτρα και τη βαστάει στους ώμους του ως το τέλος του παιχνιδιού, εκτός αν λαθευτεί κανένας άλλος και τότε πηγαίνει εκείνος και παίρνει την πέτρα κι ο πρώτος ξαναγυρίζει στη θέση του.


ΤΟ ΚΟΥΤΣΟ:
Παίζεται από 2 ή περισσότερα παιδιά ή από 2 ομάδες παιδιών, όταν τα παιδιά είναι από 4 και πάνω. Κάθε παιδί διαλέγει την πέτρα του, που πρέπει να είναι πλακέ και ελαφριά.
Χαράζουν στο χώμα ή ζωγραφίζουν στο πεζοδρόμιο ή στην αυλή με κιμωλία το σχήμα του κουτσού και αριθμούν τα τετράγωνα. Η επάνω διάμετρος πρέπει να έχει τόσο πλάτος, ώστε να μπορεί να σταθεί ένα παιδί με τεντωμένα τα δυο του πόδια, δηλ. περίπου 80 πόντους. Ανάλογα πρέπει να είναι τα υπόλοιπα τετράγωνα. Ορίζουν ένα σημάδι και κάθε παιδί ρίχνει την πέτρα του στο σημάδι. Όποιου η πέτρα πάει μακρύτερα, εκείνο θα παίξει πρώτο. Ύστερα αρχίζει το παιχνίδι κι όποιο παιδί παίξει πρώτο, πετάει την πέτρα του στο πρώτο τετράγωνο, από μια απόσταση ως 3 βήματα περίπου. Αν τυχόν η πέτρα πέσει είτε έξω από το τετράγωνο είτε πάνω στη γραμμή, τότε το παιδί χάνει τη σειρά του και πρέπει να περιμένει να παίξουν όλοι οι άλλοι για να ξαναρίξει. Αν πέσει μέσα στο τετράγωνο, τότε πηδάει κι αυτό μέσα, πατώντας μόνο στο δεξί πόδι και μ' αυτό σπρώχνει την πέτρα στο επόμενο τετράγωνο. Όταν φτάσει στο τρίτο, τότε κάνει το λεγόμενο γεφυράκι, δηλ. σπρώχνει την πέτρα πάνω στη γραμμή, που είναι ανάμεσα στα 2 τετράγωνα του (4) και πατάει με τα 2 πόδια. Κατόπιν στηρίζεται πάλι στο δεξί πόδι και σπρώχνει την πέτρα στο πέμπτο τετράγωνο κι από κει στο κεντρικό τετράγωνο του (6), οπότε κάνει πάλι το γεφυράκι, έχοντας την πέτρα στο μεσιανό τετράγωνο και πατώντας με τα 2 πόδια του στα δυο ακριανά. Αμέσως μετά κάνει μεταβολή πηδώντας και τότε έχει το δικαίωμα είτε να κάνει πάλι το γεφυράκι και να σπρώξει την πέτρα με το κουτσό στο πέμπτο τετράγωνο είτε να σκύψει και να την πιάσει με το χέρι και να την πετάξει στο πέμπτο τετράγωνο. Συνεχίζει ύστερα το κουτσό και γυρίζει πίσω βγάζοντας την πέτρα έξω. Έρχεται κατόπιν η σειρά από τα άλλα παιδιά να κάνουν τον πρώτο γύρο.
Ο δεύτερος γύρος λέγεται Τουβλάκι, γιατί όλη η διαδρομή γίνεται τοποθετώντας ένα σπασμένο τουβλάκι στη ράχη του ποδιού και πηδώντας ελαφρά από ένα τετράγωνο στο άλλο, έτσι ώστε να μην πέσει το τουβλάκι κάτω.
Ο τρίτος γύρος λέγεται Πλάτη. Σ' αυτόν ο παίκτης τοποθετεί την πέτρα του επάνω στην πλάτη του και πηδάει από το ένα τετράγωνο στο άλλο κουτσός πάντα και σκύβοντας για να μην πέσει η πέτρα του χάμω.
Ο τέταρτος γύρος είναι το Χεράκι. Σ' αυτόν η πέτρα τοποθετείται πάνω στη ράχη του αριστερού χεριού και ο παίκτης πρέπει να κάνει όλη τη διαδρομή πηδηχτά, προσέχοντας να μην του πέσει η πέτρα. Στην επιστροφή, καθώς θα κάνει τη μεταβολή πηδηχτά στο έκτο τετράγωνο, πετάει και την πέτρα ψηλά, γυρίζοντας το χέρι του και κατά την επιστροφή την κρατάει πια στην τεντωμένη παλάμη του.
Ο πέμπτος και τελευταίος γύρος είναι το Τυφλό. Ο παίκτης τοποθετεί την πέτρα πάνω στο κούτελό του και γέρνει το κεφάλι του κατά πίσω, προσέχοντας να μην πέσει η πέτρα. Έτσι κάνει όλη τη διαδρομή, χωρίς να βλέπει που πατάει και προσέχοντας να μην πατήσει στη γραμμή ή να μη βγει έξω από τα τετράγωνα, αλλιώς καίγεται και ξαναρχίζει.
Όταν τα παιδιά παίζουν ομαδικά, νικάει εκείνη η ομάδα που οι παίκτες της έχουν καεί τις λιγότερες φορές.


ΑΜΠΑΡΙΖΑ:
Παραδοσιακά είναι ένα παιχνίδι, κυρίως γι' αγόρια 12-15 ετών, αλλά μπορούν να το παίξουν και κορίτσια. Έχει πολύ αυστηρούς κανόνες, που οι παίκτες πρέπει να τους κρατούν με κάθε τρόπο.
Τα παιδιά, 8 ως 14 τον αριθμό, χωρίζονται σε 2 ομάδες και κάθε ομάδα έχει τη μάνα της. Κάθε ομάδα διαλέγει την περιοχή της, σε 100 με 150 βήματα απόσταση από την άλλη και στο κέντρο είναι η αμπάριζα ή η Μανή, κατά την ποντιακή παραλλαγή, που αποτελείται από ένα σωρό, καμωμένο με τα πανωφόρια των παιδιών ή τα σακάκια τους ή ένα δέντρο, αν υπάρχει σ' αυτόν το χώρο. Γύρω απ' την αμπάριζα, κάθε ομάδα χαράζει έναν κύκλο, με περιφέρεια 3 ως 4 μέτρων και εκεί θα φυλάγονται τα σκλαβάκια. Εμπρός από τον κύκλο αυτό, σε μια απόσταση 5 βημάτων, κάθε ομάδα χαράζει μια ίσια γραμμή, που δείχνει τα σύνορα της περιοχής της.
Την αρχή του παιχνιδιού την κάνει ένας, ο πιο σερπετός από τους παίκτες της ομάδας Α, που προχωρεί προς τη γραμμή κι αρχίζει να κοροϊδεύει και να ειρωνεύεται τους αντιπάλους του. Τότε ο αρχηγός, η μάνα της αντίθετης ομάδας δίνει την εντολή σ' έναν απ' τους δικούς της, να τον κυνηγήσει και να πιάσει τον αιχμάλωτο. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να κυνηγήσει και να πιάσει τον αντίπαλο του, παρά μονάχα έξω από την περιοχή του και μονάχα αν έχει βγει ύστερα απ' αυτόν. Αν ο αντίπαλος της ομάδας Α γυρίσει πίσω στην περιοχή του χωρίς να πιαστεί, τότε αυτός που τον κυνηγάει, δεν έχει δικαίωμα να μείνει στην ελεύθερη περιοχή, αλλά πρέπει να γυρίσει ξανά στο στρατόπεδό του και να πάρει «φωτιά» ή να πιάσει «αμπάριζα». Φωνάζει τότε: «Παίρνω αμπάριζα και βγαίνω» και τότε χτυπάει την αμπάριζα και βγαίνει πάλι έξω. Εντωμεταξύ κι άλλοι παίκτες της ομάδας Α και της Β έχουν βγει και κυνηγιούνται. Αν κανείς φτάσει τον αντίπαλό του και τον αγγίξει, έστω και με τα δάχτυλα, και φωνάξει: «Σ' έπιασα», τότε αυτός θεωρείται αιχμάλωτος και οδηγείται με θριαμβευτικές κραυγές στο στρατόπεδο των αιχμαλώτων του αντιπάλου, δηλ. στον κύκλο που είναι χαραγμένος γύρω από την αμπάριζα, και δεν επιτρέπεται να φύγει μόνος του. Ωστόσο αν κάποιος από τη δική του ομάδα καταφέρει να χωθεί μέσα στο εχθρικό στρατόπεδο και χτυπήσει έναν από τους αιχμαλώτους, τον ελευθερώνει. Δε μπορεί όμως να ελευθερώσει παρά μονάχα ένα σε κάθε έξοδό του. Αν κανείς από τους παίκτες είτε κατά λάθος είτε για να γλιτώσει έναν από τους δικούς του, βγει από την περιοχή του παιχνιδιού, που σχηματίζει γύρω γύρω ένα τετράγωνο, τότε θεωρείται λιποτάκτης και οδηγείται στο στρατόπεδο αιχμαλώτων του αντιπάλου.
Οι αρχηγοί των ομάδων δεν παίρνουν μέρος στο παιχνίδι, γιατί αν τυχόν συλληφθεί ένας αρχηγός, τότε χάνει ολόκληρη η ομάδα του το παιχνίδι. Αντίθετα, αν ο αρχηγός της αντίπαλης ομάδας καταφέρει να εισχωρήσει στην περιοχή του εχθρού και χτυπήσει την αμπάριζα, τότε κερδίζει ολόκληρη η ομάδα. Φωνάζει, τότε, «Έπιασα την αμπάριζα» και το παιχνίδι θεωρείται τελειωμένο. Κανονικά το παιχνίδι συνεχίζεται έως ότου η μια ομάδα χάσει τόσους παίκτες, ώστε να μη μπορεί πια να συνεχίσει. Οι νικητές, τότε, κάθονται καβαλικευτά στη ράχη των νικημένων και κάνουν έτσι τη βόλτα όλης της περιοχής, περιγελώντας τους αντιπάλους.

" Ο Βεζίρης, ένα παλιό παραδοσιακό

Μεσαναγρενό παιχνίδι"